Γιώργος Μελαδίνης, 46 ετών
Είμαι ο νεότερος από τα τρία παιδιά της οικογένειάς μου. Γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στη Δράμα. Ο πατέρας μου ήταν εργάτης και η μητέρα μου εργαζόταν μέχρι που έφυγε από τη ζωή σε ένα παρασκευαστήριο παραδοσιακού πεϊνιρλί, που είναι ξακουστό προϊόν της περιοχής. Με τα γράμματα δεν τα πήγαινα καθόλου καλά, ήμουν πάντα αδιάβαστος. Τελείωσα το δημοτικό με το ζόρι. Οι γονείς μου με έγραψαν στην Α’ Γυμνασίου, πήγα λίγες μέρες, αλλά δεν συνέχισα. Ο αδερφός μου, ο οποίος είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερος, ήταν στα καράβια και ήθελα από μικρός να ακολουθήσω αυτό το επάγγελμα. Τότε, όλους τους ναυτικούς και τους οδηγούς τούς είχαν παρεξηγημένους. Το έλεγα στον πατέρα μου ότι ήθελα να βγάλω ναυτικό φυλλάδιο και έπρεπε να βάλει εκείνος υπογραφή, γιατί ήμουν ακόμα ανήλικος. Στην αρχή δεν ήθελε, αλλά τελικά υποχώρησε στην επιμονή μου.
Μετά από λίγο καιρό, με ειδοποίησαν από την Καβάλα να παρουσιαστώ. Το πρώτο μου μπάρκο ήταν σε ένα πολύ μικρό καράβι, εγώ το λέω ποταμόπλοιο. Οι άνθρωποι μέσα στο καράβι ήταν οι ίδιοι ιδιοκτήτες. Μεταφέραμε καλαμπόκι, σιτάρι κ.λπ. Έκανα ταξίδια Βόλο, Καβάλα, Κεραμωτή. Εκεί έμεινα περίπου δύο χρόνια, μέχρι που αποφάσισα να σταματήσω. Στη συνέχεια, δούλεψα σε πολλά μαγαζιά στη Δράμα ως σερβιτόρος, αφού ήμουν πολύ μικρός για να κάνω κάτι άλλο. Ξεκίνησα σε ένα καφενείο, μετά πήγα σε ένα πατσατζίδικο που είχε πολύ δουλειά. Ήθελα, όμως, να έρθω στην Αθήνα. Έκανα περιστασιακές δουλειές, κυρίως ως σερβιτόρος και κομπάρσος σε ταινίες. Κάποια στιγμή δούλευα στα μπαρ των τρένων, στη γραμμή Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Ο διευθυντής της εταιρείας με συμπαθούσε και με στήριξε πολύ, ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Ήταν καλή δουλειά, είχε και πολλά τυχερά. Έμεινα εκεί για περίπου δυο χρόνια. Όταν έφυγα από εκεί, έκανα μόνο περιστασιακά μεροκάματα.
Το 1998, άνοιξα μια επιχείρηση με ηλεκτρικά είδη μαζί με κάποιον που αποδείχθηκε ανέντιμος. Δεν τα βρήκαμε, τσακωθήκαμε, πήρα τα πράγματά μου και όλα τα χαρτιά και έφυγα. Κάποια στιγμή, εντελώς τυχαία, έμαθα ότι έχω τρεις καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος μου για πλαστά εικονικά τιμολόγια. Είχαν πλαστογραφήσει την υπογραφή μου, αλλά δεν μπορούσα να το αποδείξω και να βρω άκρη.
Με έβαλαν σε ένα κελί για 13 μέρες, μέχρι να με μεταφέρουν στη φυλακή. Ξεκίνησα απεργία πείνας. Δεν μπορούσα να πάω φυλακή. Ο δικηγόρος μου πέτυχε να μου μειώσει την ποινή και ταυτόχρονα να κάνω κοινωφελή εργασία στο Δήμο Ταύρου, όπου δούλεψα τρεισήμισι μήνες ως κηπουρός. Έτσι, εξαγόρασα την ποινή, όχι, όμως, και τα χρέη, τα οποία ξεπερνούν τις 200.000 ευρώ και για τα οποία δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα.
Όταν έκλεισα το μαγαζί, άφησα και το σπίτι που νοίκιαζα, αφού δεν μπορούσα να το κρατήσω. Δεν θέλω να μπαίνω στο σπίτι μου σαν κλέφτης. Είπα στον ιδιοκτήτη από μόνος μου ότι δεν μπορώ να πληρώνω το ενοίκιο και δεν θέλω να δεσμεύω το σπίτι του. Μπορεί να έρθει κάποιος άλλος να το νοικιάσει, να παίρνει κι εκείνος τα χρήματά του. Από τότε, πάνε δυο χρόνια περίπου, είμαι στο δρόμο. Για καιρό, κοιμόμουν σε ένα παγκάκι στην πλατεία Αγ. Ειρήνης. Δεν μπορούσα, όμως, να ευχαριστηθώ ύπνο. Ήμουν συνέχεια κουρασμένος και όλοι με απέφευγαν. Έλεγαν ότι είμαι χρήστης. Έχω φύγει από εκεί και τώρα μένω σε ένα παράπηγμα στην πλατεία Αμερικής. Έχει δυο μικρούς χώρους, δεν τρώω τη βροχή, έχει υγρασία, δεν έχει φώτα, νερό, τουαλέτα. Αλλού πλένομαι, αλλού πάω τουαλέτα, κάθε πρωί κάνω αγώνα δρόμου. Έχω μεγάλο πρόβλημα. Το πρωί περπατώ ώς τη Βαρβάκειο για τις δημόσιες τουαλέτες.
Για μπάνιο πηγαίνω όποτε μπορεί να μου επιτρέψει ένας φίλος μου να πάω σπίτι του. Υπήρχαν φορές που ήμουν αποφασισμένος να δώσω όσα μου ζητούσαν έστω για ένα δωμάτιο. Μια φορά στην ανάγκη, βρήκα ένα δωμάτιο όπου πηγαίνουν πόρνες, ίσα ίσα για να μπορέσω να κάνω ένα μπάνιο.
Γνώριζα κάποιον που ήταν ήδη πωλητής της «σχεδίας» και μου πρότεινε να το δοκιμάσω. Παρόλο που είμαι πολύ ντροπαλός, δεν το σκέφτηκα πολύ. Όταν πρωτοφόρεσα το γιλέκο, κόμπλαρα λίγο. Αλλά, μόλις είδα με πόσο χαμόγελο και αγάπη με πλησίασε ο κόσμος, ηρέμησα.
Το περιοδικό το αγοράζουν και άνεργοι, ακόμα και άστεγοι, και σε κάνει να αναρωτιέσαι σε τι εποχή ζούμε. Σε αυτόν τον κόσμο πρέπει να του πούμε ένα μεγάλο ευχαριστώ. Αλλά και εκείνοι που δεν το ξέρουν ακόμα το περιοδικό, είμαι σίγουρος ότι, αν το πάρουν στα χέρια τους και το ξεφυλλίσουν, θα γίνουν οι καλύτεροι αναγνώστες.
Τα συσσίτια τα έχω κόψει. Από τότε που ξεκίνησα στη «σχεδία», δεν έχω ξαναπάει. Παλεύω μόνο για τα έξοδά μου. Μια μέρα να μη δουλέψω, πηγαίνω πολύ πίσω. Αν δεν πουλήσω περιοδικό, δεν θα φάω. Έχω κάποιους φίλους που βοηθούν, αλλά πόσο κι αυτοί να βοηθήσουν; Το περιοδικό αυτό με καλύπτει. Είναι τιμή μου που δουλεύω σε αυτό. Αν δεν το είχα, δεν ξέρω τι θα έκανα. Αν πάψει το περιοδικό να υπάρχει, δεν ξέρω τι θα κάνω. Αν βρεθεί μια δουλειά που να μπορώ να την κάνω, βεβαίως θα την κάνω, αλλά δεν έχω ούτε προσόντα ούτε χαρτιά. Με φοβίζει πάρα πολύ αυτό. Το περιοδικό είναι για μένα η δουλειά μου.