Γιώργος Λιώσης
Γεννήθηκα το 1961 στην Πάτρα, όπου και μεγάλωσα. Τα παιδικά μου χρόνια δεν ήταν και πολύ καλά, καθώς ο πατέρας μάς υπερπροστάτευε, μας είχε κλεισμένους. Έκανα ποδήλατο ή έπαιζα πού και πού ποδόσφαιρο με τα παιδιά της γειτονιάς και εκείνος δεν με άφηνε, μην τυχόν χτυπήσω. Τα γράμματα δεν μου πολυάρεσαν. Είχα βγει μετεξεταστέος στη Β’ Λυκείου και παράτησα το σχολείο.
Από μικρός δούλευα στο ψαράδικο του πατέρα. Αφότου άφησα το σχολείο, πήγαινα στο μαγαζί πιο τακτικά. Τύλιγα τα ψάρια στις εφημερίδες, τα καθάριζα. Μου άρεσε αυτή η δουλειά, να πιάνω τα ψάρια. Εργάστηκα στο ψαράδικο κοντά 20 χρόνια και το 1995 ήρθα στην Αθήνα. Ήθελα να μείνω στην πρωτεύουσα, είχα γνωριστεί τότε και με μια κοπέλα Αθηναία. Μέναμε στην Καλλιθέα. Ύστερα από λίγο καιρό, όμως, χωρίσαμε. Είχα πιάσει, εντωμεταξύ, δουλειά σε μια βιοτεχνία, όπου μοντάριζα πλακέτες μικροτσίπ. Εκεί γνώρισα και τη μελλοντική γυναίκα μου. Παντρευτήκαμε το 1997 και μείναμε στο σπίτι της στο Μοσχάτο. Ενώ ήμασταν ακόμη αρραβωνιασμένοι, το αφεντικό μας της την έπεφτε. Καθώς εξακολουθούσε να το κάνει, μάλωσα μαζί του και, μοιραία, φύγαμε από εκεί. Είχα κάτσει συνολικά πέντε χρόνια.
Στη συνέχεια, έπιασα δουλειά σε μια βιοτεχνία όπου κατασκευάζαμε αρωματικά κεριά. Και εκεί δεν έμελλε να παραμείνω πάνω από πέντε χρόνια. Έγινε μια παρεξήγηση, και, ενώ δεν έφταιγα, με έδιωξαν. Μετά, έκανα διάφορες δουλειές του ποδαριού, πότε έκανα εξωτερικές εργασίες για ενα λογιστικό γραφείο (πήγαινα με το μηχανάκι στις τράπεζες και στις εφορίες) και πότε σε ένα δικηγορικό γραφείο, όπου προσκόμιζα έγγραφα στη γραμματεία των δικαστηρίων, για παράδειγμα. Έμενα και μεγάλα χρονικά διαστήματα άνεργος.
Πριν από περίπου δέκα χρόνια, μου βγήκε από τον ΟΠΕΚΑ ένα επίδομα βαριάς αναπηρίας ύψους 350 ευρώ. Δεν μου επιτρεπόταν να το λαμβάνω και να δουλεύω ταυτόχρονα. Έπαιρνε και η γυναίκα μου μια αναπηρική σύνταξη – λόγω ψυχικής αναπηρίας. Την έχασα το 2020, έφυγε από τη ζωή ξαφνικά στον ύπνο της. Είχε πάθει έμφραγμα. Είχαμε κοιμηθεί μαζί και, ξυπνώντας το πρωί, τη βρήκα νεκρή. Ήταν μεγάλο το σοκ για μένα. Μου ξεριζώθηκε η ψυχή. Μετά το θάνατό της, διέκοψα το επίδομα, για να πάρω τη σύνταξη χηρείας, που δεν ξεπερνά τα 380 ευρώ. Είναι πολύ λίγα τα χρήματα. Ο αδερφός μου ήταν πωλητής στη «σχεδία» και τώρα εργάζεται στο «σχεδία αρτ». Με πίεζε αρκετό καιρό να έρθω στο περιοδικό. «Θα τα καταφέρω; Έχω τα πόδια μου» του έλεγα. «Έλα να προσπαθήσεις», με προέτρεπε εκείνος. Τελικά, το πήρα απόφαση και πρωτοφόρεσα το κόκκινο γιλέκο τον Ιούνιο. Στη αρχή, ένιωθα κάπως περίεργα. Το ξεπέρασα, όμως, γρήγορα και, πλέον, αισθάνομαι σαν να πηγαίνω κανονικά για δουλειά. Με ευχαριστεί η αγάπη του κόσμου, κάποιοι μου αφήνουν και χαρτζιλίκι. Δεν το περίμενα, να πω την αλήθεια, έτσι σκληρά που είναι τα πράγματα σήμερα. Καθώς είμαι εσωστρεφής χαρακτήρας, με βοηθάει που βγαίνω έξω και μιλάω με τον κόσμο. Με έχει ανεβάσει ψυχολογικά. Πρωτύτερα, καθόμουν συνέχεια μέσα στο σπίτι, στο κρεβάτι. Με τα χρήματα που βγάζω από το περιοδικό, μπορώ και καλύπτω βασικές μου υποχρεώσεις, το κινητό, λογαριασμούς.