Shedia

EN GR

01/05/2020

Φώτης Αδαμόπουλος

«Όταν πούλησα το πρώτο μου περιοδικό, αισθάνθηκα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος τους κόσμου. Ήταν τα πρώτα μου χρήματα εδώ και πάρα πολύ καιρό».

Γεννήθηκα το 1954 σε ένα πανέμορφο καταπράσινο χωριουδάκι, το Ξηροχώρι στο νομό Ηλείας. Με ξεγέννησε η γιαγιά μου, που ήταν η μαμή του χωριού. Όταν ήμουν έξι μηνών ήρθα με τη μητέρα μου να μείνουμε στην Αθήνα και ύστερα από ένα χρόνο μας ακολούθησε και ο πατέρας. Υποβλήθηκα σε εγχείρηση γιατί έπασχα από βαριάς μορφής ραιβοποδία, τα πόδια μου ήταν στραβά. Δεν περπάτησα παρά σε ηλικία τεσσεράμισι χρόνων, ενώ φορούσα ορθοπεδικά μποτάκια με λάμες για να μου κρατούν τα πόδια ίσια. Τα παιδικά μου χρόνια στο Θησείο ήταν μέσα στη στέρηση. Το πρωινό μου ήταν μια βρεγένη φέτα ψωμί με λίγη ζάχαρη. Ήδη από μαθητής του δημοτικού, εργαζόμουν τα καλοκαίρια ως βοηθός σερβιτόρου σε έναν κινηματογράφο, για να έχω ένα μικρό χαρτζιλίκι. Όνειρό μου ήταν να γίνω ποδοσφαιριστής, είχα ξεκινήσει και προπονήσεις με τους μικρούς του Παναθηναΐκού, αλλά δεν με άφησε να συνεχίσω η μητέρα μου. Φοβόταν λόγω του προβλήματος που είχα με τα πόδια μου. Το δεύτερο όνειρό μου ήταν να γίνω φιλόλογος –λάτρευα τα αρχαία και τη γραμματική–, ούτε και αυτό, όμως, έμελλε να πραγματοποιηθεί. Σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων, σταμάτησα το σχολείο για να δουλέψω στη χαρτοποιία Σόφτεξ, όπου ήταν εργάτης και ο πατέρας μου. Δυο χρόνια αργότερα, αποφάσισα να τα παρατήσω, καθώς έπαθα εργατικό ατύχημα. Ένα βαρύ σίδερο μου έσπασε τα δάχτυλα των ποδιών. Μετά την απόλυσή μου από το στρατό, εργάστηκα ως υπάλληλος στον «Κλαουδάτο», ώσπου, το 1978, μπήκα ως κλητήρας στην Εθνική Τράπεζα. Μετά την πρόσληψή μου στην τράπεζα, κατόρθωσα να τελειώσω και το σχολείο, πήγαινα σε νυχτερινό. Μου είχε μείνει καημός. 

Μετά την αποφοίτησή μου από το σχολείο, συμμετείχα σε διαγωνισμό και μετατάχθηκα στον λογιστικό κλάδο της τράπεζας. Το 1981, θα έρθει και ο πρώτος μου γάμος και δύο χρόνια αργότερα η γέννηση της πρώτης μου κόρης, της Αναστασίας. Ο γάμος, όμως, δε στέριωσε. Το 1986, ήρθε ο χωρισμός, ενώ και το δικαστήριο μού ανέθεσε την κηδεμονία. Μεγάλωνα την κόρη μου μαζί με τη μητέρα μου. Το 1991, ξαναπαντρεύτηκα και το 1992 ήρθε στη ζωή η δεύτερη κόρη μου, η Ευαγγελία. Στην αρχή, ήμουν επιφυλακτικός στο να προχωρήσω σε σοβαρή σχέση, λόγω του παιδιού. Ο παιδίατρος, μάλιστα, που παρακολουθούσε την κόρη μου μού συνέστησε να εξακολουθεί να μένει με τη μητέρα μέχρι να τελειώσει το δημοτικό, για να μην αλλάξει περιβάλλον και δασκάλους. Ήταν Οκτώβριος του 1994, βρισκόμουν στη δουλειά, όταν με ειδοποιούν από το σχολείο της κόρης μου ότι λιποθύμησε στο μάθημα της γυμναστικής. Τελικά, είχε πάθει ανακοπή, ενώ ένα μήνα αργότερα έπαθε και δεύτερη. Διαγνώστηκε με ιδιοπαθή πνευμονική υπέρταση. Πήγαμε σε νοσομείο στην Αγγλία. Έπρεπε να υποβληθεί σε μεταμόσχευση καρδιάς και πνευμόνων. Απαιτείτο να μπει σε λίστα αναμονής μέχρι να βρεθούν τα μοσχεύματα. Δεν πρόλαβε, όμως. Έφυγε από τη ζωή τον Αύγουστο του 1995. Είναι μια πληγή, που ακόμη αιμορραγεί και δεν πρόκειται ποτέ να κλείσει ποτέ. Μετά το θάνατό της ξεκίνησε και η κάτω βόλτα για μένα. Η απώλεια της θέσης μου στην τράπεζα, το 1997, ήταν συνάρτηση του χαμού του παιδιού μου. Στη συνέχεια, δούλεψα ως σερβιτόρος, ενώ βοηθούσα και τον πεθερό μου, που είχε βγάλει άδεια μικροπωλητή εκκλησιαστικών ειδών. Από το 1999 και για τα επόμενα χρόνια, μέχρι την πτώχευσή της, εργάστηκα σε μία εταιρεία catering, ως υπεύθυνος τροφοδοσίας. Το 2010, χώρισα και με τη γυναίκα μου. Έψαχνα για δουλειά, αλλά όλοι μου έκλειναν την πόρτα λόγω ηλικίας.  Αναγκάστηκα να επιστρέψω να μείνω μαζί με τους γονείς μου.

Η μητέρα μου, το 2013, έπαθε εγκεφαλικό και ο πατέρας μου, λίγο καιρό αργότερα, άνια. Έπρεπε να τους προσέχω. Το 2016, τους έχασα και τους δύο. Μετά το θάνατό τους, πήγα να μείνω με την αδερφή μου στον Κολωνό. Καποια στιγμή, ένιωσα ότι είχα αρχίσει να της γίνομαι βάρος. Ήταν Αύγουστος του 2018, όταν έβαλα τα πράγματά μου σε δυο σάκους και βγήκα στο δρόμο. Τα βράδια κοιμόμουν σε ένα παγκάκι κοντά στην εκκλησία στου Αγίου Κωνσταντίνου στη Λένορμαν και τη μέρα ανηφόριζα στο λόφο του Κολωνού. Ένιωθα αόρατος, σαν να είχα χάσει τη γη κάτω από τα πόδια μου. Καθόμουν κι έκλαιγα κι έλεγα: «Φώτη, πού είναι η αξιοπρέπειά σου;». Στο παγκάκι έκανα δυνατές φιλίες, άνθρωποι που μου στάθηκαν, πραγματικά.  Όπως ένα ζευγάρι, η Μυρτώ –από την οποία κι έμαθα για τη «σχεδία»– και ο Δημήτρης, που μου πλήρωναν τον καφέ ή ο Γιώργος, που μου έφερνε φαγητό από το σπίτι του. Όταν έμαθε την κατάστασή μου ένας παλιός μου συμμαθητής από το δημοτικό, μου έβαλε τις φωνές που δεν του είχα πει τίποτα. Από τον Οκτώβριο μένω στο εργοστάσιο που διατηρεί στο Περιστέρι. Εκείνος ήταν που μου ξαναθύμησε τη «σχεδία».

Ξεκίνησα στη «σχεδία», το Νοέμβριο του 2018. Όταν πούλησα το πρώτο μου περιοδικό, αισθάνθηκα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος τους κόσμου. Ήταν τα πρώτα μου χρήματα εδώ και πάρα πολύ καιρό. Χάρη στη «σχεδία», ξαναβρήκα τον εαυτό μου, ανέκτησα την αυτοπεποίθηση και την αξιοπρέπειά μου, έγινα πάλι ένα γρανάζι της κοινωνίας. Νιώθω το περιοδικό, τους ανθρώπους του και τους αναγνώστες, σαν την οικογένειά μου. Με περιβάλλουν με τόση αγάπη, που σκέφτομαι πώς θα αποχωριστώ τη «σχεδία», όταν, με το καλό, του χρόνου βγω στη σύνταξη.