Shedia

EN GR

03/05/2023

Δήμητρα Ροκκά

 

Γεννήθηκα το 1970 στην Αθήνα, ενώ, όταν ήμουν τριών χρονών, μετακομίσαμε με τη μητέρα μου στον Πειραιά. Με μεγάλωσε μόνη της, ήταν ανύπαντρη μητέρα. Τον πατέρα μου τον είδα μόλις τρεις φορές στη ζωή μου. Η τελευταία ήταν όταν ήμουν οκτώ ετών. Η μητέρα μου ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος. Στη δουλειά της, στο λογιστήριο ενός ιδρύματος, την φώναζαν «αητό». Είχε, όμως, σοβαρό ψυχιατρικό πρόβλημα. Έπασχε από σχιζοφρένεια και ναρκισσιστική διαταραχή. Ενώ είχε καταφύγει σε ψυχίατρο, δεν έπαιρνε τα φάρμακα που της έδινε. Τα πέταγε στα σκουπίδια. Με θεωρούσε το λάθος της ζωής της. Σε περίπτωση που έκανε παιδί, θα ήθελε να είναι αγόρι. Στα οκτώ μου μόλις χρόνια, έγινα η «μητέρα της μητέρας μου». Ήμουν υποχρεωμένη να την προσέχω, καθώς μετά το θάνατο του πατέρα της, με τον οποίο είχε μεγάλο δέσιμο, κατέρρευσε.  Ήταν πολύ δύσκολη η κατάσταση στο σπίτι. Από παιδάκι μου άρεσε να ζωγραφίζω, αλλά η μητέρα μου δεν το δεχόταν. Αυτή η άρνησή της με «τσάκισε», με αποτέλεσμα να σκίσω τα σχέδιά μου και να τα πετάξω.

Ξανάπιασα τη ζωγραφική στα 20 μου, αλλά κρυφά. Τα πρώτα χρόνια, πήγα σε ιδιωτικό σχολείο, καθώς επέμενε η μητέρα μου. Οι δασκάλες εκεί ήταν βάναυσες και παρά τις διαμαρτυρίες μου δεν με άκουγε. Με πήγε στο δημόσιο σχολείο, λόγω οικονομικής αδυναμίας. Για τη μητέρα μου, ήμασταν οι δυο μας απέναντι σε όλο τον κόσμο, που ήταν εχθροί. Στα 15 μου, όταν πέθανε η θεία μου, ο μόνος άνθρωπος που με βοηθούσε όταν ξέφευγε η μητέρα μου, έπαθα σοκ,  επειδη συνειδητοποίησα ότι θα ήμουν πια ολομόναχη μαζί της. Άρχισα να κλαίω και, όταν ξύπνησα την επόμενη μέρα, είχα πάθει «μπλακ άουτ». Δεν ένιωθα τίποτα, ήμουν σαν ζόμπι, ενώ είχε χαθεί μεγάλο μέρος των αναμνήσεών μου. Μόλις τελείωσα το λύκειο, ήμουν σε μια κατάσταση σύγχυσης. Δεν ήξερα τι να κάνω, πραγματικά δεν μπορούσα να πάρω καμία απόφαση.

Άλλαξα πολλές εργασίες, έκανα προώθηση προϊόντων σε σουπερμάρκετ, δίδαξα αγγλικά για έξι χρόνια. Με τα μαθήματα, όμως, δεν έβγαινα, ενώ ήταν και «μαύρα». Έτσι, στην πορεία, εργάστηκα και στην τηλεφωνική εξυπηρέτηση πελατών, σε εταιρεία δημοσκοπήσεων, ώσπου, το 2007, επιτέλους ανάσανα. Βρήκα δουλειά γραφείου στην οδική βοήθεια με κανονικό μισθό. Δεν έμελλε, όμως, να κάτσω εκεί πάνω από οκτώ μήνες, καθώς η μητέρα μου έπαθε ένα  ατύχημα και χτύπησε το κεφάλι της. Έκανε επέμβαση για να της αφαιρεθεί το εγκεφαλικό αιμάτωμα. Έπρεπε να τη φροντίζω, και έτσι μοιραία επέστρεψα στις τηλεφωνικές δημοσκοπήσεις, που ήταν ημιαπασχόληση. Ήμουν δίπλα στη μητέρα μου μέχρι το θάνατό της, από καρκίνο, το 2014. Μετά το χαμό της, ήμουν διαλυμένη, ενώ είχα κρίσεις πανικού, που όλο και χειροτέρευαν. Προσπαθούσα μόνη μου να βγω από αυτήν την ομίχλη, να ξαναβρώ τις αναμνήσεις μου. Ζούσα με κάτι οικονομίες που είχε μαζέψει η μητέρα μου. Τελικά, το 2018 ξεκλειδώθηκε η μνήμη μου και άρχισα να προσπαθώ να βρω δουλειά. Έστελνα βιογραφικά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το 2021, καθώς η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, έκανα απόπειρα αυτοκτονίας. Μετά από αυτήν, όμως, είπα στον εαυτό μου: «Δεν γίνεται άλλο, πρέπει να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα και να ξαναβγείς στον κόσμο, χωρίς να φοβάσαι».  

Χτύπησα την πόρτα της «σχεδίας» το Σεπτέμβριο του 2021, την ήξερα ως αναγνώστρια. Την ίδια μέρα που αποτάθηκα στο περιοδικό με ειδοποίησαν και από μία εταιρεία τηλεπωλήσεων, όπου είχα στείλει βιογραφικό. Διένεμα το περιοδικό το πρωί και το απόγευμα δούλευα στην εταιρεία. Έφυγα, όμως, από εκεί, γιατί ήταν πολύ άσχημες οι συνθήκες. Τελικά, βρήκα οκτάωρη εργασία σε μια άλλη εταιρεία τηλεπωλήσεων. Πουλάω, πλέον, το περιοδικό τα Σάββατα και Παρασκευές βράδυ. Το ότι πουλάω τη «σχεδία» είναι από τα λίγα πράγματα στη ζωή μου για τα οποία είμαι περήφανη. Ξεκίνησα με το φόβο ότι θα συναντήσω λύκους και συνάντησα αληθινούς ανθρώπους. Η επαφή μου με τους αναγνώστες με βοηθάει να ξεφεύγω από τα προβλήματά μου.