Shedia

EN GR

27/05/2022

Αρτέμης Ρήγας

 
«Από μικρός, ήμουν πολύ κοινωνικός και επικοινωνιακός. Έμαθα να κοιτάζω τον κόσμο κατάματα και να του λέω “καλημέρα”».
 
Γεννήθηκα το 1974 στο χωριό Παππάδος της Λέσβου. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν μόλις τριών ετών. Από τότε δεν είχα καμία σχέση με τον πατέρα μου. Δεν γύρισε να με κοιτάξει, όταν τον είχα ανάγκη. Την αδερφή μου, αν και ήταν μεγαλύτερή μου, πάντα την αποκαλούσα «μικρή». Η μητέρα μου εργαζόταν ως καθαρίστρια. Για να συνδράμω την οικογένειά μου, ξεκίνησα να δουλεύω από έξι χρονών σε ένα υλοτομείο. Τα πρώτα χρόνια, μάζευα τα ροκανίδια και τα πριονίδια και τα έβαζα σε σακιά. Τα έδινε ο κόσμος τότε στα βόδια και τις αγελάδες. Έβγαζα ενάμισι χιλιάρικο την εβδομάδα.  Μεγαλώνοντας, πήγαινα και στο δάσος, όπου κόβαμε τα πεύκα, τα τσάμια όπως τα λέγαμε, και τα στέλναμε στα ναυπηγεία για να χρησιμοποιηθούν στην κατασκευή καϊκιών. Σχολείο πήγα μέχρι τη Δευτέρα Γυμνασίου, το σταμάτησα γιατί δεν προλάβαινα με τη δουλειά. Η αλήθεια είναι ότι δεν με ενθουσίαζε και ιδιαίτερα. Δεν είχα όνειρα ως παιδί, η μόνη μου έγνοια ήταν πώς να ζήσω την οικογένειά μου, πώς να φέρνω χρήματα στο σπίτι. Παράλληλα με το υλοτομείο, δούλευα και στην οικοδομή. Καταπιάστηκα σχεδόν με όλες τις οικοδομικές εργασίες, από τούβλα και πλακάκια μέχρι βαψίματα. Μου άρεσε να ασχολούμαι με τις χειροτεχνίες. Μέχρι και πολυέλαιους είχα φτιάξει με χαρτόνι και ξύλο κόντρα πλακέ. 
 
Άλλαξα πολλές δουλειές. Καθάρισα φρεάτια και υπονόμους, ενώ εργάστηκα ώς και σε γραφείο τελετών. Έχω ανοίξει λάκκους, έχω ντύσει νεκρούς. Την πρώτη φορά που το έκανα παραλίγο να λιποθυμήσω, είχα αλλάξει δέκα χρώματα. Είχα, όμως, αντοχές, συμφιλιώθηκα με το επάγγελμα αυτό. Το 1999, ήρθα στην Αθήνα. Εργάστηκα για έξι χρόνια ως οδηγός για λογαριασμό γαλακτοβιομηχανιών και μεταφορικών εταιρειών. Είχα πάρει και επαγγελματικό δίπλωμα. Μας χρωστούσαν χρήματα, εγώ, όμως, κατάφερα και τα πήρα. Στη συνέχεια, έπιασα δουλειά στα καράβια. Σε ακτοπλοϊκές γραμμές του ανατολικού Αιγαίου και της Ιταλίας. Ξεκίνησα από λαντζιέρης στην κουζίνα και εξελίχθηκα σε μάγειρα. Μου άρεσε η τέχνη της μαγειρικής, έβγαλα και τη σχετική σχολή του ΟΑΕΔ, αλλά και άλλη μία στη Ρόδο. 
 
Τα ταξίδια, όμως, άρχισαν να αραιώνουν και εγώ άρχισα να χρωστώ ενοίκια. Άφησα το σπίτι που έμενα στο Νέο Φάληρο και βρέθηκα στο δρόμο. Για πολύ καιρό, κοιμόμουν σε παγκάκια στον Πειραιά. Το πρωί, όμως, τα εγκατέλειπα, ώστε να μη δίνω στόχο και να μη με αναγνωρίσει κάποιος γνωστός. Το φαγητό το εξασφάλιζα από συσσίτια εκκλησιών. Παράλληλα, μάζευα κουτιά και μπουκάλια, τα έδινα για ανακύκλωση και με τα χρήματα που κέρδιζα μπορούσα να πάω σε ένα σουπερμάρκετ και να αγοράσω ένα κομμάτι ψωμί ή σαλάμι. Έκανα για ένα διάστημα και διανομή φυλλαδίων, αλλά και εράνους για συλλόγους ατόμων με ειδικές ανάγκες. Ευτυχώς που προθυμοποιήθηκε ένας φίλος να με φιλοξενήσει στο σπίτι του, στο Μοσχάτο. Εκεί μένω ακόμη. Αναφορικά με τα καράβια, μπαρκάρω πια αραιά και πού. Μπορεί να είναι για λίγες μέρες το χρόνο. 
 
Για τη «σχεδία» έμαθα από έναν πωλητή του περιοδικού. Πηγαίναμε στο ίδιο συσσίτιο. Πρωτοφόρεσα το κόκκινο γιλέκο το 2014. Από μικρός, ήμουν πολύ κοινωνικός και επικοινωνιακός. Έμαθα να κοιτάζω τον κόσμο κατάματα και να του λέω «καλημέρα». Έχω εισπράξει πολλή αγάπη από τον κόσμο, όλα αυτά τα χρόνια. Παράλληλα, μπορώ να πάω στον μανάβη και στον μπακάλη και να πάρω αυτά που χρειάζομαι να φάω, χωρίς να τους πω: «γράψτε τα, γιατί έχω ξεμείνει από χρήματα». Πολλές φορές, μου δώριζαν ένα πακέτο μακαρόνια, ρύζι ή ένα κιλό φασόλια, και αυτή τους την κίνηση την εκτιμούσα πάρα πολύ.