Shedia

EN GR

20/01/2021

Αντρέας Στύλλη

«Με τα χρήματα που κερδίζω μπορώ να καλύπτω τις βασικές μου ανάγκες και να μη ζητάω χρήματα από τις κόρες μου. Αυτό είναι μια λύτρωση για μένα».
 
Γεννήθηκα το 1963 στο χωριό Ορούντα της Κύπρου, που βρίσκεται σε απόσταση περίπου τριάντα χιλιομέτρων από τη Λευκωσία. Ο πατέρας μου, πέρα από τα χωράφια, εργαζόταν ως μηχανοδηγός σε ένα εργοστάσιο αναψυκτικών στη Λευκωσία. Το χωριό μου ήταν αυτό με τη μεγαλύτερη κτηνοτροφική παραγωγή, τότε, στην Κύπρο –διέθετε πολύ μεγάλες φάρμες–, ενώ και η γη ήταν εύφορη. Παρήγαγε σιτάρι, πατάτες, ντομάτες, ρεβίθια. Θυμάμαι που πήγαινα με τον παππού μου στα χωράφια με το γαϊδουράκι και κόβαμε σύκα ή αλωνίζαμε κουκιά.
 
Στην εισβολή του 1974, κατέφθασαν στο χωριό πολλοί πρόσφυγες. Απείχε μόλις δέκα χιλιόμετρα από την πράσινη γραμμή. Άνοιξε ο κόσμος τα σπίτια του να τους υποδεχθεί. Τους φιλέψαμε χαλούμι, καρπούζια. Την επόμενη μέρα, όμως, καθώς βομβάρδιζαν οι Τούρκοι το αεροδρόμιο της Λευκωσίας και φοβηθήκαμε, φύγαμε όλοι από το χωριό και κρυφτήκαμε στο όρος Τρόοδος.
 
Από μικρό παιδί ονειρευόμουν να γίνω σερβιτόρος. Άκουγα τις ιστορίες με τους τουρίστες που διηγούνταν ένας συγχωριανός μου, ο οποίος εργαζόταν σε ένα ξενοδοχείο στο Βαρώσι, και είχα μαγευτεί. Με γοήτευε αυτή η συναναστροφή με τον κόσμο, ένα επάγγελμα «κοσμικό». Έτσι, μετά την αποφοίτησή μου από το σχολείο και την ολοκλήρωση της στρατιωτικής θητείας, πήγα σε μια κρατική σχολή τουριστικών επαγγελμάτων. Για δύο χρόνια, μάλιστα, εργάστηκα στο ξενοδοχείο της σχολής. Στη συνέχεια, έπιασα δουλειά σε ένα από τα πιο φημισμένα εστιατόρια της Λευκωσίας, όπου σύχναζε η αστική τάξη της Κύπρου. Έπαιρνα μεροκάματο επτά οκτώ λίρες, ενώ τα πουρμπουάρ έφθαναν τις 20 λίρες. Ο ιδιοκτήτης ήταν ο ίδιος σεφ, ο καλύτερος που έχω γνωρίσει, είχε σπουδάσει στην Ελβετία, όπου και πήγαινε συχνά για σεμινάρια, όπως και στη Γαλλία. Δούλεψα εκεί επτά χρόνια, μέχρι που το εστιατόριο  πουλήθηκε και άρχισε να έχει φθίνουσα πορεία. Ο βοηθός σεφ, που ήταν συμμαθητής μου, μαζί με τον αδερφό του είχαν ανοίξει ένα δικό τους εστιατόριο, όπου κι εργάστηκα αρκετό καιρό. Δούλεψα και σε ξενοδοχεία στη Λεμεσό, την Πάφο. Το τελευταίο ήταν στην Αγία Νάπα, όπου εκτελούσα χρέη μετρ ντ’ οτέλ.
 
Εντωμεταξύ, είχα χωρίσει και είχα αναλάβει την επιμέλεια των δύο κοριτσιών μου. Στο ξενοδοχείο στην Αγία Νάπα όπου εργαζόμουν, ο σεφ μού είπε ότι ήταν ένα γραφείο στην Αθήνα που διαχειριζόταν κάποιες εταιρείες χρυσού και κτηματομεσιτικές και ήθελε να επεκταθεί στην Κύπρο, αναζητούσε Κύπριους συνεργάτες και, χωρίς να το πολυσκεφτώ, του είπα να μπω κι εγώ σε αυτές. Έκανα δέκα δεκαπέντε ταξίδια στην Αθήνα. Πήγαμε σε συμβολαιογράφους για ίδρυση εταιρειών, σε τράπεζες για το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών, στην εφορία για τα τιμολόγια. Όλα έγιναν νόμιμα. Στην πορεία, αποδείχθηκε ότι τις εταιρείες διαχειρίζονταν μέλη παραδικαστικού κυκλώματος.
 
Από το 2005, δε, είχα αφήσει το χώρο της εστίασης και είχα αγοράσει ταξί. Είχαν περάσει τα χρόνια και είχα ξεχάσει την υπόθεση των εταιρειών, ώσπου το 2010, ενώ ετοιμαζόμουν να ταξιδέψω με την κοπέλα με την οποία συζούσα στην Αυστρία, ένας αστυνομικός στο αεροδρόμιο της Λάρνακας μου είπε ότι εκκρεμούσε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εις βάρος μου για έκδοση εικονικών τιμολογίων. Αφορούσαν εκείνες τις εταιρείες. Έπεσα από τα σύννεφα. Δεν είχα υπογράψει ούτε ένα τιμολόγιο, τα πλαστογραφούσαν. Φυλακίστηκα για οκτώ μήνες στον Κορυδαλλό, ενώ μετά το τακτικό εφετείο επέστρεψα στην Κύπρο, όπου και συνέχισα τη δουλειά μου στο ταξί. Η οδύσσειά μου, όμως, δεν είχε σταματήσει. Τον Ιούνιο του 2015, μου χτύπησαν επίμονα το κουδούνι. Ήταν η αστυνομία. Εκκρεμούσε ευρωπαϊκό ένταλμα εις βάρος μου, με την κατηγορία της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, πάλι για εκείνη την υπόθεση των εταιρειών. Πραγματοποιήθηκε η έκδοσή μου στην Ελλάδα και προφυλακίστηκα για 18 μήνες. Αποφυλακίστηκα, χωρίς όρους, πριν τελειώσει η δίκη. Ολοκληρώθηκε μόλις το Σεπτέμβριο, οπότε και αθωώθηκα.
 
Μετά την αποφυλάκισή μου, το 2017, απευθύνθηκα στην «Επάνοδο», το φορέα επανένταξης αποφυλακισμένων. Φιλοξενήθηκα στον ξενώνα της και άρχισα να ψάχνω για δουλειά. Τελικά, μέσω σύστασης, βρήκα εργασία σε ένα εστιατόριο στα Καλύβια. Δούλεψα εκεί για ενάμιση χρόνο, ενώ έμενα σε ένα σπίτι που ανήκε στον ιδιοκτήτη του εστιατορίου. Όταν έκλεισαν τα μαγαζιά με την πρώτη καραντίνα, αναγκάστηκα να αφήσω τη δουλειά και το σπίτι. Έμεινα διαδοχικά σε τρία διαμερίσματα, μέσω της πλατφόρμας Airbnb. Το ενοίκιο το πλήρωνε η κόρη μου. Μόλις έληξε η καραντίνα την άνοιξη, άρχισα μάταια να αναζητώ εκ νέου εργασία.
 
Βρισκόμουν στο σταθμό του Κεραμεικού, όπου συνάντησα έναν πωλητή της «σχεδίας». Μου συνέστησε να έρθω κι εγώ στο περιοδικό. Ξεκίνησα στη «σχεδία» το Μάιο. Την επόμενη μέρα εκείνης που πρωτοφόρεσα το κόκκινο γιλέκο, με ειδοποίησαν από την «Επάνοδο» ότι υπήρχε διαθέσιμο δωμάτιο για μένα. Μέσα από τη «σχεδία» αγάπησα τον Ελλαδίτη. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που έχω εισπράξει τόση αγάπη και στοργή. Με τα χρήματα που κερδίζω μπορώ να καλύπτω τις βασικές μου ανάγκες και να μη ζητάω πια χρήματα από τις κόρες μου. Αυτό είναι μια λύτρωση για μένα.