Shedia

EN GR

19/01/2023

Αλί Εφτεχταρί Ρεζά

 

Γεννήθηκα το 1990 στην Τεχεράνη. Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός του ιρανικού στρατού και είχε φτάσει ώς το βαθμό του στρατηγού. Είχε πολεμήσει και στον πόλεμο του Ιράν με το Ιράκ, από το 1980 ώς το 1988. Λόγω των ψυχικών τραυμάτων που του είχε αφήσει ο πόλεμος, έπαιρνε ψυχιατρική αγωγή. Η μητέρα μου ασχολούνταν με το νοικοκυριό. Ο πατέρας μου, όταν ήμουν έξι χρόνων, απέκτησε και δεύτερη οικογένεια. Επιτρέπεται η πολυγαμία στο Ιράν, αλλά είναι σπάνια. Έχω συνολικά πέντε αδέρφια, δύο αδερφές από τη μητέρα μου και τρία ετεροθαλή. Υπήρχε, γενικά, μια σύγκρουση ανάμεσα στις δύο οικογένειες του πατέρα. Θυμάμαι που κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε στο χωριό του, στην επαρχία Καζβίν. Το σπίτι εκεί δεν είχε ούτε ρεύμα ούτε νερό. Από παιδάκι, μου άρεσε το ποδόσφαιρο. Έπαιζα, μάλιστα, επιθετικός στην ομάδα της γειτονιάς. Ονειρευόμουν να κάνω επαγγελματική καριέρα, δεν τα κατάφερα, όμως, λόγω των πολλών τραυματισμών που είχα. Δεν είχα, επιπλέον, και την απαιτούμενη δύναμη. Στο σχολείο ήμουν στους δυο καλύτερους μαθητές της τάξης και είχα έφεση στα μαθηματικά.

Μοιραία, βρέθηκα να σπουδάζω στατιστική στο Πανεπιστήμιο του Χαμαντάν, τα αρχαία Εκβάτανα. Η πόλη είναι ορεινή, κτισμένη σε μια δασωμένη πλαγιά του όρους Αλβάντ, σε υψόμετρο 1.850 μέτρων. Ύστερα από ενάμισι χρόνο, ωστόσο, αναγκάστηκα να εγκαταλείψω τις σπουδές. Είχαν ξεσπάσει αντικυβερνητικές φοιτητικές διαδηλώσεις και η αστυνομία εισέβαλλε στα πανεπιστήμια και συλλάμβανε κόσμο. Πολλοί συμφοιτητές μου φυλακίστηκαν, ενώ κακοποιήθηκαν κι ως κρατούμενοι. Σε άλλα πανεπιστήμια υπήρχαν και νεκροί. Έτσι, επέστρεψα στην Τεχεράνη, όπου έκανα μαθήματα υπολογιστών. Παράλληλα, έκανα και μια σειρά από δουλειές, από αποθηκάριος ώς αλουμινάς. Έμενα με τη μητέρα μου κι έπρεπε να τη συντηρώ, καθώς είχε χωρίσει πια από τον πατέρα μου. Αναγκάστηκα να φύγω από το Ιράν, λόγω της ανελευθερίας. Δεν ένιωθα μουσουλμάνος, ήθελα να μεταστραφώ στην αρχαία θρησκεία της Περσίας, τον ζωροαστρισμό, αλλά κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Με περίμενε θανατική καταδίκη.

Ήταν 2017, όταν άρχισα το ταξίδι για την Ευρώπη. Πήγα με λεωφορείο ώς την Τουρκία και από εκεί συνέχισα με τα πόδια μέχρι την Αλεξανδρούπολη. Ένα μήνα μετά την άφιξή μου στην Αθήνα, συνελήφθην, γιατί δεν είχα χαρτιά. Κρατήθηκα στο κέντρο κράτησης μεταναστών της Κορίνθου και, ενώ ήμουν έγκλειστος, υπέβαλα αίτημα ασύλου. Μετά τη θετική απόφαση και την αναγνώρισή μου ως πρόσφυγας, βγήκα από εκεί. Είχα κάτσει περίπου τέσσερις μήνες. Είχα σκοπό να πάω στη Γερμανία και, μόλις έλαβα το διαβατήριό μου, έφυγα για τη Νυρεμβέργη, όπου και έμεινα οκτώ μήνες. Στη Γερμανία, όμως, έπαθα κατάθλιψη. Στην Ελλάδα ένιωθα περισσότερη ζεστασιά, και έτσι πήρα την απόφαση να γυρίσω εδώ. Έκανα μαθήματα ελληνικών στη «Μετάδραση» και στο Στέκι Μεταναστών, ενώ πήρα και το Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας. Το πρώτο διάστημα μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, έμενα στο υπνωτήριο των «Γιατρών του Κόσμου». Εκεί ήταν που έμαθα για τη «σχεδία».

Πρωτοφόρεσα το κόκκινο γιλέκο στις αρχές του 2019. Στο ξεκίνημα, ντρεπόμουν πολύ, αλλά, σταδιακά, αισθανόμουν όλο και καλύτερα. Ο κόσμος ήταν πολύ ευγενικός. Μπόρεσα με τα χρήματα που έβγαζα από το περιοδικό να νοικιάσω σπίτι μαζί με ένα φίλο μου και να καλύπτω τις βασικές μου ανάγκες. Ανέβηκα και ψυχολογικά. Εδώ και τρεις μήνες, έχω υιοθετήσει ένα αδέσποτο σκυλάκι, τη Σοφία που μου δίνει μεγάλη χαρά. Θα ήθελα, κάποια στιγμή, να έχω μια σταθερή δουλειά, να μπορώ κι εγώ να συνδράμω μετανάστες και να πάρω την ελληνική ιθαγένεια. Μου αρέσει πολύ και το γράψιμο. Μακάρι στο μέλλον να γράψω κάποια μικρά διηγήματα. Έχω αρχίσει, δε, να μελετάω στα ελληνικά φιλοσοφία και ψυχολογία.