Shedia

EN GR

13/05/2024

Θεμιστοκλής Φιλίππου

Γεννήθηκα το 1962 και μεγάλωσα στην Καρδιτσομαγούλα, μια κωμόπολη τρία χιλιόμετρα μακριά από την Καρδίτσα. Ο πατέρας μου έκανε δύο δουλειές για να ζήσει, ήταν γεωργός και ηλεκτρολόγος. Η μητέρα μου, από την πλευρά της, ήταν αποκλειστικά αγρότισσα. Καλλιεργούσαν σιτάρι, βαμβάκι, καλαμπόκι. Βοηθούσα στα χωράφια μαζί με τον δύο χρόνια μικρότερο αδερφό μου, όποτε μπορούσαμε. Κατά βάση, μετά το σχολείο. Μάζευα βαμβάκι με τα χέρια –δεν υπήρχαν ακόμη μηχανές–, πότιζα, σκάλιζα. Ήταν πολύ σκληρή δουλειά, μέσα στον ήλιο. Ο πατέρας δούλευε από το πρωί ώς το βράδυ. Αγαπημένη μου ασχολία ήταν το ποδόσφαιρο. Έπαιζα αμυντικός στην ομάδα του χωριού μου, ενώ τις Κυριακές –είτε με τον πατέρα μου είτε και μόνος μου– παρακολουθούσα τους αγώνες της Αναγέννησης Καρδίτσας. Μικρός δεν είχα κάποιο όνειρο, δεν είχα αποφασίσει τι ήθελα να κάνω. Μόλις απολύθηκα από φαντάρος, δούλεψα για δύο σεζόν σε θερμοκήπια με μπανάνες, αγγουράκια και πεπόνια στο Λασίθι, συγκεκριμένα στον Άγιο Νικόλαο και την Ιεράπετρα. Εκεί το κλίμα ευνοεί την ανάπτυξη των φυτών. Κάποια στιγμή, μια συγχωριανή, που ήταν προϊσταμένη στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο στην Αθήνα, πήγε στον πατέρα μου να της φτιάξει ένα σίδερο. Εκείνη του πρότεινε να δουλέψω ως πρακτικός νοσόκομος στο νοσοκομείο όπου εργαζόταν. Είχε τη δυνατότητα να με βάλει. Είχα μια εμπειρία στο αντικείμενο, καθώς στο στρατό είχα ειδικότητα νοσοκόμου. Είχα υπηρετήσει και στο 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Το 1987, λοιπόν, άρχισα να εργάζομαι στο Ιπποκράτειο. Παρότι ήταν μια δύσκολη δουλειά, εμένα δεν μου φαινόταν ως τέτοια. Τη συνήθισα, ενώ γνώρισα και πολύ κόσμο. Έκανα κλύσματα στους ασθενείς, τους ξύριζα, γενικά τους προετοίμαζα για να μπουν στο χειρουργείο. Ένιωθα μεγάλη ευχαρίστηση να εξυπηρετώ γνωστούς μου, που έρχονταν από τον τόπο μου. Όλους, βέβαια, χαιρόμουν να τους εξυπηρετώ. Αισθανόμουν ότι προσφέρω έργο. Παντρεύτηκα το 1998, ενώ έχω και ένα γιο 25 χρονών, που σπουδάζει πληροφορική. Βγήκα στη σύνταξη νωρίς, το 2014, ύστερα από 27 χρόνια υπηρεσίας, καθώς είχα ανήλικο παιδί. Καθώς, όμως, η γυναίκα μου δεν δούλευε, το μόνο μας εισόδημα ήταν η σύνταξή μου. Ίσα ίσα τα βγάζαμε πέρα, με πολλές δυσκολίες. Πάλι καλά που έχουμε δικό μας σπίτι. Έτσι, για να συμπληρώσω το εισόδημα, δούλευα μαύρα ως μικροπωλητής σε πανηγύρια. Πουλούσα παιχνίδια. Eίχα έρθει και στο παρελθόν στη «σχεδία» αλλά δεν φόρεσα το γιλέκο πάνω από τρεις μήνες, καθώς μου κοβόταν το 30% της σύνταξης. Έχω φίλο τον πωλητή της «σχεδίας» στα Πατήσια (όπου και μένω), ο οποίος με πληροφόρησε για την πρόσφατη αλλαγή του νόμου και πως, πλέον, αν ένας συνταξιούχος εργάζεται δεν του κόβεται η σύνταξη, αλλά πληρώνει ένα τέλος 10% (από τα χρήματα που κερδίζει από την εργασία του). Με κάλεσε, αν θέλω, να επιστρέψω στο περιοδικό. Έτσι και έκανα. Στις αρχές Φεβρουαρίου, ξαναφόρεσα το κόκκινο γιλέκο. Η επαφή με τον κόσμο, η «καλημέρα» και το «καλό κουράγιο» που θα μου πουν μου προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση, με ανεβάζει ψυχολογικά. Μπορώ πια με τα χρήματα που βγάζω από το περιοδικό να καλύψω κάποια βασικά έξοδα, τα ψώνια στο σουπερμάρκετ, κάνα λογαριασμό.