Shedia

EN GR

23/10/2018

Η μεγάλη συμφιλίωση

Ο θάνατος συνιστά το μεγαλύτερο ταμπού της σύγχρονης κοινωνίας. Η συμφιλίωση με την ιδέα του φυσικού τέλους και η απελευθέρωση από το φόβο που προκαλεί είναι ζωτικής σημασίας για το ευ ζην.
 
Ρεπορτάζ: Σπύρος Ζωνάκης
 
To Πάσχα συνιστά τη μεγαλύτερη θρησκευτική στιγμή της χριστιανοσύνης. Πιθανότατα είναι και η μόνη περίοδος όπου, αναλογιζόμενοι τα Θεία Πάθη  και την Ανάσταση, δειλά έστω, γίνεται κουβέντα για το θάνατο, τούτο το απόλυτο ανείπωτο του καιρού μας. Με αφορμή αυτές τις άγιες μέρες, η «σχεδία» ανοίγει διάλογο για αυτό το ανείπωτο. «Έμαθα πολλά στην Ιατρική Σχολή, αλλά σίγουρα δεν έμαθα τίποτα για τη θνητότητα. Ναι μεν μου έδωσαν ένα αφυδατωμένο, άκαμπτο πτώμα για να το ανοίξω και να μελετήσω τα εσωτερικά όργανα, αλλά μοναδικός σκοπός ήταν να αποκτήσω γνώσεις για την ανθρώπινη ανατομία. Τα εγχειρίδια της σχολής δεν ανέφεραν σχεδόν τίποτε για τα γηρατειά, την ανημπόρια που τα συνοδεύει ή τη διαδικασία του θανάτου. Τίποτα για το πώς εκτυλίσσεται αυτή η διαδικασία, πώς οι άνθρωποι βιώνουν το τέλος της ζωής τους και πώς αυτή η ιστορία επηρεάζει του δικούς τους ανθρώπους – όλα τούτα φαίνονταν περιττά. Σκοπός της ιατρικής εκπαίδευσης, όπως το βλέπαμε εμείς ως φοιτητές, ήταν να μάθουμε να σώζουμε ζωές, όχι να διαχειριζόμαστε το θάνατο», σχολιάζει στην εισαγωγή του βιβλίου του «Εμείς οι θνητοί» ο Ατούλ Γκαουάντε (Atul Gawande), χειρουργός στο νοσοκομείο Μπρίγκαμ (Brigham) της Βοστώνης και καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, το πώς ο θάνατος αποτελεί το μεγάλο ταμπού της σύγχρονης κοινωνίας. 
 
 
Η ΟΥΤΟΠΙΑ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ
 
Είναι ακριβώς τον σύγχρονο πολιτισμό ως έναν πολιτισμό απώθησης του θανάτου που περιγράφει ο ψυχίατρος και ιερέας πατέρας Βασίλειος Θερμός. «Ενώ στην παραδοσιακή κοινωνία ο θάνατος εμφανίζεται σχετικά “εξημερωμένος”, ως φυσιολογικό μέρος της ζωής, από τη νεωτερικότητα και μετά “εξαγριώνεται”, αρχίζει να γίνεται σκάνδαλο και ανυπέρβλητη απειλή. Το περιβόητο άγχος του θανάτου, ενώ ως υπαρξιακό βίωμα είναι διαχρονικό, ως συγκεκριμένη συμπτωματολογία κοινωνικής και ατομικής παθολογίας αποτελεί καθαρά νεωτερικό κατασκεύασμα. Έτσι, προκύπτουν οι γνωστοί μηχανισμοί της απώθησης και της άρνησης, ενώ εγκόσμιες “θρησκείες”, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όσο οι ψυχοθεραπείες ή ο καταναλωτισμός, έχουν επιστρατευθεί για να “θεραπεύσουν” την αγωνία του θανάτου. Ωστόσο, είναι αδύνατο να απαλλαγεί κανείς από την ενασχόληση με το θάνατο και όσο περισσότερο απεγνωσμένα “ελαφραίνει” τη συζήτηση τόσο πιο πολύ καλεί τη σκιά του θανάτου βαριά επάνω του. Οι πεισματικές απόπειρες να απωθήσουμε στην εποχή μας το θάνατο (κυρίως μέσω της καπιταλιστικής συσσώρευσης) και να τον διαχωρίσουμε από τη ζωή καταλήγουν τελικά σε έναν πολιτισμό που διαποτίζεται από το θάνατο», σημειώνει ο πατέρας Θερμός. «Με την άγνοιά μας, τόσο την εμπειρική όσο και την επιστημολογική για το θάνατο, παραμένει μόνο ο δρόμος της πίστης, δηλαδή το προνομιακό πεδίο των θρησκειών. Όλες οι θρησκείες έχουν άποψη για το θάνατο και όλες δέχονται τη μετά το θάνατο συνέχεια. Η αθανασία, βέβαια, ως πανανθρώπινη δίψα γνωρίζει και μη θρησκευτικές μορφές. Για παράδειγμα, η απόλυτη αξίωση των ουτοπιών και η ναρκισσιστική παντοδυναμία της επιστήμης αποτελούν δύο άτυπες μορφές με τις οποίες εμφανίζεται συγκαλυμμένος ο πόθος της αθανασίας. Αν ώριμη αντιμετώπιση του θανάτου είναι η ικανότητα για πένθος, τότε η ανικανότητα να πενθήσουμε λαμβάνει ποικίλες μορφές μέσα στον πολιτισμό, μία εκ των οποίων είναι και η ουτοπία της αθανασίας. Δυστυχώς, όμως, συχνά, οι θρησκείες εκτρέφουν ιδεολογήματα που ενισχύουν τη απώθηση του θανάτου. Σε μαζικό επίπεδο, δε, φαίνονται αρκετά ελκυστικές εκείνες οι θρησκείες και θρησκευτικές στάσεις οι οποίες προτιμούν να χαράσσουν σαφείς οδηγίες ηθικής συμπεριφοράς που οδηγούν νομοτελειακά σε μεταθανάτια ανταμοιβή, αλλά και στο εσωτερικό του χριστιανισμού τείνουν να ευνοούνται εκδοχές θρησκευτικότητας μάλλον μαγικού τύπου, δηλαδή δεσμευτικές για το Θείο, παρά εκδοχές πιο υπαρξιακές οι οποίες βασίζονται σε προσωπική σχέση αγάπης με τον Θεό. Ο προβληματισμός για τη θέωση (δηλαδή, την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό) σήμερα φαίνεται τόσο δυσεύρετος, στριμωγμένος ανάμεσα στη φοβική ανησυχία για μια τιμωρία στην κόλαση ή στη βεβαιότητα για τη μεταθανάτια ανυπαρξία και στη δυσπιστία προς την κοινή ανάσταση. Ο σημερινός Έλληνας, δηλαδή, παραπαίει μεταξύ νομικισμού, μηδενισμού και παγανισμού», συμπληρώνει ο πατέρας Βασίλειος Θερμός.
 
 
Το γεγονός ότι ο θάνατος από ένα κοινωνικό γεγονός έχει μετατραπεί σε μία κρυμμένη ιδιωτική εμπειρία ενώπιον της οποίας δεν ξέρουμε πώς να φερθούμε είναι που επισημαίνει ο συγγραφέας και δρ. Κοινωνιολογίας Δημήτρης Μαγριπλής. «Οι νεκρώσιμες τελετουργίες έπαυσαν, ειδικά στον αστικό χώρο, να αποτελούν δημόσιο γεγονός και μετατρέπονται σε ιδιωτικό ζήτημα για την οικογένεια και τους φίλους του νεκρού. Ο θάνατος απομακρύνεται από τον δημόσιο χώρο μέσα από τον εγκλεισμό του στα νοσοκομεία, όπου γίνεται τεχνικό ζήτημα για τους ιατρικούς επαγγελματίες. Μετά, το καθήκον της προετοιμασίας και το τελικό κατευόδιο του νεκρού το αναλαμβάνουν οργανωμένες ομάδες επαγγελματιών, τα γραφεία τελετών. Στη συνέχεια, ένα είδος ντροπής ή και υπερβολής θα αποτρέψει να εκφραστεί δημόσια το πένθος, οι λόγοι περί θανάτου θα διακοπούν γρήγορα και μία τάση εξορκισμού θα ζητήσει να λησμονηθεί το γεγονός με την αποφυγή κάθε συζήτησης σχετικά με την έννοια του θανάτου», τονίζει ο κ. Μαγριπλής. 
 
ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΟ ΑΝΤΙΟ
 
«Από την άλλη, στην Ελλάδα η φροντίδα ενός αρρώστου πριν από το τέλος της ζωής του επικεντρώνεται στην ανακούφιση από τον πόνο και στη διατήρηση στη ζωή με τη χρήση ειδικών θεραπευτικών τρόπων και μεθόδων. Η ψυχολογική, όμως, υποστήριξη του ιδίου και της οικογένειάς του δείχνει να ξεχνιέται. Οι οργανωμένες δομές της Υγείας και της Πρόνοιας δεν διαθέτουν Κέντρα Παρηγορητικής Φροντίδας, που να περιλαμβάνουν κοινωνικούς λειτουργούς, κοινωνιολόγους και ψυχολόγους ή ιερείς για τους πιστούς, ενώ θα έπρεπε να παρέχονται δωρεάν προς όλους τους πολίτες. Το σύστημα υγείας στην Ελλάδα είναι περισσότερο προσανατολισμένο στη δημόσια διαχείριση ενός υγειονομικού θανάτου παρά στη διαμόρφωση ενός λόγου θανάτου», καταλήγει.
Απεναντίας, στις Ηνωμένες Πολιτείες οι μονάδες παρηγορητικής φροντίδας, που διαθέτουν μια ομάδα από νοσηλευτές, γιατρούς, ιερωμένους και κοινωνικούς λειτουργούς, και στόχος τους είναι να αντιμετωπίσουν, εκτός από τον έλεγχο του πόνου, τις πνευματικές και ψυχολογικές ανάγκες των ατόμων που βρίσκονται στη δύση του βίου τους αυξάνονται όλο και περισσότερο. Μάλιστα, το 45% των Αμερικανών που πέθαναν, το 2010, είχαν λάβει τέτοιες υπηρεσίες.
 
«Στην Ελλάδα έχουμε απωλέσει τη τέχνη του θνήσκειν. Τις περισσότερες φορές οι συγγενείς των ασθενών που βρίσκονται στο τελικό στάδιο με περιμένουν έξω από το δωμάτιο και μου λένε “Δεν του έχουμε πει την αλήθεια”. Έτσι, όταν το άτομο που νοσεί μας πιάνει το χέρι και μας πει “πεθαίνω”, του λέμε το φοβερό “έλα, δεν έχεις τίποτε”. Με αυτόν τον τρόπο, τους φιμώνουμε το στόμα και τους πετάμε σε ένα λάκκο μοναξιάς, κάτι που είναι αφόρητο. Δεν δίνουμε τη δυνατότητα στους ανθρώπους να πουν ένα αντίο, να τακτοποιήσουν τις σχέσεις τους, να κάνουν έναν απολογισμό της ζωής τους», μας λέει η ψυχολόγος Αναστασία Μητροπούλου, η οποία συνεργάζεται με την Ελληνική Εταιρεία Θεραπείας Πόνου και Παρηγορικής Φροντίδας (ΠΑΡΗΣΥΑ), που οργανώνει δωρεάν ομάδες ψυχολογικής υποστήριξης για ασθενείς που πάσχουν από νοσήματα απειλητικά για τη ζωή, έχοντας ως πάγιο αίτημα την εξασφάλιση πρόσβασης σε ολιστική παρηγορητική φροντίδα για όλους τους ανθρώπους που υποφέρουν. «Θυμάμαι την Ελένη, που έπασχε από καρκίνο στο τελικό στάδιο. Πιο πολύ θρηνούσε ότι ο αλκοολισμός την είχε πάρει για χρόνια από τα παιδιά της, παρά το ότι ήταν άρρωστη και πέθαινε. Στο δεύτερο ραντεβού μού είπε: “Ξέρω πολύ καλά τι γίνεται. Οι δικοί μου είναι όλοι τους κουρασμένοι και απωθούν αυτό που συμβαίνει”. Αφού μου έδωσε την άδεια, μπόρεσα να μιλήσω στα παιδιά της και να τους πω: “Aκούστε την και μην αρχίσετε τα ‘τι είναι αυτά που λες, μάνα’. Η κόρη της θα παντρευόταν. Αποκαταστάθηκε ο διάλογος μαζί της. Ανοίξαμε το θέμα πώς θα ήθελε να είναι η τελετή, τι ευχές θα ήθελε να της δώσει. ‘Ή την Ευγενία, η οποία ήταν θυμωμένη με το γιο της τον Μιχάλη που είχε φύγει για σπουδές και ένιωσε ότι την είχε εγκαταλείψει, κι ενώ της δρόσιζα το χέρι και το μέτωπο, μου λέει: “πεθαίνω”. Όταν πήγα να ανοίξω το θέμα, αντιδρά: “Μη μου λες, φοβάμαι”. Της λέω: “Φοβάσαι ότι ο Μιχάλης δεν θα σταθεί στα πόδια του;» «Ναι, το ανδράκι μου, θα σταθεί στα πόδια του, θα πάει καλά». Μπόρεσε να διαχειριστεί, έστω και λιγάκι, αυτό το φόβο. Δεν πρόκειται να ξεχάσω και την Ιωάννα που μου εκμυστηρεύτηκε: “Δεν φοβάμαι το θάνατο, αλλά ξέρω ότι εκεί που θα πάω δεν θα περάσω καλά”. Είχε ενοχές για μια έκτρωση που είχε κάνει. Έπρεπε να δουλέψω μαζί της ώστε να φύγει χωρίς ενοχές. “Με εκείνες τις συνθήκες ζωής εκείνον τον καιρό δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι άλλο. Η ψυχή αυτού του παιδιού σε έχει συγχωρέσει. Γιατί να τιμωρηθείς; Μήπως συναντηθείς με την ψυχούλα αυτή και εκεί ζήσετε κάτι που δεν μπορέσατε να ζήσετε εδώ;», απάντησα. Πηγαίνω πάντα με τις λέξεις που ντύνουν την περιγραφή των ίδιων των ανθρώπων», προσθέτει η κ. Μητροπούλου.
 
 
ΚΑΦΕ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
 
Νεσατέλ, Ελβετία, 2004. Θέλοντας να σπάσει τη σιωπή που τον περιβάλλει, ο ελβετός ανθρωπολόγος Μπερνάρ Κρετάζ (Bernard Crettaz) θα δημιουργήσει το πρώτο «καφέ του θανάτου», όπου πάνω από ένα φλιτζάνι τσάι ή καφέ, φίλοι ή και άγνωστοι μεταξύ τους, συζητούν ελεύθερα για το θάνατο χωρίς στόχους ή κάποια συγκεκριμένη θεματολογία. Από τότε, λειτουργούν πάνω 5.000 death café σε 51 χώρες. Είναι μία τέτοια πρωτοβουλία που φιλοδοξεί να εγκαινιάσει και στη χώρα μας ο performer artist Διγενής Δασκαλάκης-Γιόντης. «Έχασα τη μητέρα μου όταν ήμουν τεσσάρων χρόνων. Πέθανε σε τροχαίο. Θυμάμαι την ημέρα της κηδείας είχαμε πάει στο χωριό, στο σπίτι της γιαγιάς. Η μητέρα μου είχε τοποθετηθεί πάνω σε ένα τραπέζι, καλυμμένη με λουλούδια. Εγώ, απλά, αναρωτιόμουν γιατί δεν σηκωνόταν από το τραπέζι. Μετά, τα επόμενα χρόνια, που έμενα με τον πατέρα μου, τον παππού και τη γιαγιά, ουδέποτε μιλήσαμε για την απώλεια της μαμάς. Ήταν σαν να μην είχε συμβεί ποτέ. Μέχρι την ηλικία των 15 χρόνων είχα παρευρεθεί σε 15 κηδείες, αλλά κανείς δεν μιλούσε για όλες αυτές τις απώλειες. Ακριβώς επειδή ήταν ένα θέμα για το οποίο δεν μιλούσαμε, ό,τι αισθανόμουν για το θάνατο της μητέρας μου το έκρυβα. Αυτό με έκανε σαν χαρακτήρα μοναχικό και κλειστό και να είμαι απόμακρος από τον πατέρα μου. Είναι μόλις τα τελευταία τρία χρόνια που έχω αρχίσει να διαχειρίζομαι το θέμα της απώλειας της μητέρας μου», διηγείται στη «σχεδία» ο κ. Δασκαλάκης-Γιόντης, ο οποίος, τον προηγούμενο Σεπτέμβρη, οργάνωσε μία εκδήλωση με θέμα «Ιστορίες θανάτου». 
«Διάβαζα μια επιλογή παραμυθιών από διάφορες χώρες με θέμα το θάνατο, για το πώς τον αντιλαμβάνονται ανά τον κόσμο. Ήθελα να ανοίξει ένας διάλογος για το θέμα, γιατί καθένας μένει να διαχειριστεί την απώλεια μόνος, χωρίς στήριξη. Γι’ αυτό και το Δεκέμβρη διοργάνωσα το εργαστήρι “Τα πρόσωπα του θανάτου”, όπου 10 άτομα, οι περισσότεροι άγνωστοι μεταξύ μας, κουβαλώντας προσωπικά αντικείμενα ή φωτογραφίες των αγαπημένων μας που είχαμε χάσει, μιλούσαμε για τις απώλειες των δικών μας, για ποιους λόγους φοβόμαστε το θάνατο, τι σκεφτόμαστε για αυτόν. Για τους περισσότερους, ήταν η πρώτη φορά που τόσο ανοιχτά συζητούσαν για αυτά τα θέματα. Και για μένα, ήταν η πρώτη φορά που μοιράστηκα τη δική μου ιστορία, που υπήρχαν, επιτέλους, άτομα διατεθειμένα να με ακούσουν, αλλά και να ακούσω και εγώ τις δικές τους εμπειρίες. Ήταν πολύ λυτρωτικό. Θα ήθελα τέτοιες συναντήσεις να γίνονται πιο τακτικά», καταλήγει.
 
Είναι τη μάχη του με τον καρκίνο (προσεβλήθη στα 19 του χρόνια, με τους γιατρούς να του δίνουν μόλις 10% πιθανότητες επιβίωσης) και πώς αγγίζοντας το θάνατο μπόρεσε, τελικά, να τον ξορκίσει που διηγείται στη «σχεδία» ο Γιώργος Αθανασιάδης, συγγραφέας του αυτοβιογραφικού βιβλίου «Ξεγελώντας το θάνατο». «Το 1991, που νόσησα από τον καρκίνο, η άγνοια με έσωσε. Αντιθέτως, το 2001 με κατέστρεψε». Όντως, δέκα χρόνια αργότερα, θα βρεθεί εκ νέου στο παραπέντε του θανάτου. «Ήμουν στο αυτοκίνητο ενός φίλου και οδεύαμε για το νοσοκομείο στη Βοστώνη. Πάλευα να αντισταθώ. Είχα υπερβεί τις δυνατότητές μου. Άφησα το σώμα μου ελεύθερο και παραδόθηκα στον πόνο. Με το που συνέβη αυτό, ένιωσα μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Έβλεπα τη ζωή μου να περνά μπροστά από τα μάτια μου. Σαν μια ταινία μικρού μήκους. Ένιωθα μια απερίγραπτη ψυχική γαλήνη. Ήξερα ότι πέθαινα και όμως χαιρόμουν. Έφευγα “καθαρός”, χωρίς ανοιχτούς λογαριασμούς με τον κόσμο που άφηνα. Το ταξίδι μου, όμως, σταμάτησε όταν ένιωσα τα δάκρυα της μητέρας μου. Με είχε αγκαλιάσει σφιχτά και με εκλιπαρούσε να ζήσω. Εκείνη τη στιγμή όλα άλλαξαν. Δεν ξέρω τι συνέβη, άλλα ένιωσα να ανακτώ τις δυνάμεις μου και να επανέρχομαι στη ζωή. Το ταξίδι μου είχε τελειώσει. Δεν γνωρίζω αν συνετέλεσε κάτι “ανώτερο” σε αυτό ή αν ήταν η δίψα μου για ζωή. Στη συνέχεια, γυρνώντας στην Ελλάδα, πέρασα ένα μεγάλο μοναχικό διάστημα ενδοσκόπησης. Κατάλαβα ότι τα προηγούμενα χρόνια ζούσα με απίστευτη ένταση και χωρίς καθαρό μυαλό. Αυτό είχε ξεκινήσει λόγω του καρκίνου. Ένιωθα ότι έπρεπε να αποδείξω πολλά στον εαυτό μου, αλλά και σε εκείνους που αμφισβήτησαν την υγεία μου. Βρισκόμουν σε μια συνεχή υποσυνείδητη πίεση. Συνάντησα το θάνατο, όμως, και τον νίκησα. Γνωρίζω ότι στο τέλος αυτός θα είναι ο νικητής. Θα έχω, όμως, τη χαρά να τον κοιτάξω στα μάτια και να του πω με θράσος: “Ξέρεις κάτι; Δεν σε φοβάμαι. Ήμουν άξιος αντίπαλός σου. Σε κοίταξα στα μάτια και σε νίκησα πολλές φορές”. Πιστεύω ότι πλέον είμαστε φίλοι. Με σέβεται και τον σέβομαι», σημειώνει ο κ. Αθανασιάδης. 
 
«ΑΝΤΙΟ ΦΡΕΝΤΥ»
 
«Ο θείος μου λεγόταν Γιώργος», «Το αγαπημένο του χρώμα ήταν το κίτρινο», «Μου έχεις λείψει πάρα πολύ από μικρή». Είναι λόγια μιας μαθήτριας Δ’ Δημοτικού. Η ίδια, στη συνέχεια, θα δέσει αυτά που έγραψε σε ένα μπαλόνι αφήνοντάς το να φύγει στον ουρανό. Άλλα παιδιά θα ζωγραφίσουν διάφορες ευχές ή θα γράψουν ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα για έναν άνθρωπο που μπορεί να έχασαν. Σκηνές σαν και αυτήν λαμβάνουν χώρα σε κάποια ελληνικά σχολεία, στο πλαίσιο της περιθανάτιας αγωγής (που είναι ενταγμένη στα προγράμματα αγωγής υγείας). «Ήμουν έφηβη όταν πέθανε η μητέρα μου και δεν είχα καμία υποστήριξη από κάποιον εκπαιδευτικό, ίσως από αμηχανία, ίσως από αδιαφορία, ίσως από άγνοια, ίσως από δυσκολία; Τι σημασία είχε άραγε; Ένιωθα “άχρηστη”, ότι δεν ήμουν άξια βοήθειας και είχα την αίσθηση της αδυναμίας και της απελπισίας. Στο σπίτι μου δεν μπορούσα να μιλήσω, να κλάψω, να εκφράσω τα δύσκολα αυτά συναισθήματα, ήμουν η μεγαλύτερη από τα τρία αδέρφια μου και έπρεπε να φανώ δυνατή. Έτσι, όταν έγινα εκπαιδευτικός και αργότερα υπεύθυνη αγωγής υγείας στη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στη Θεσσαλονίκη, κλήθηκα να αντιμετωπίσω ένα πολύ δυσάρεστο συμβάν σε κάποιο σχολείο της περιοχής ευθύνης μου. Πέθανε ένας μαθητής και ο πατέρας του σε δυστύχημα. Η δασκάλα αρνιόταν να μπει μέσα στην τάξη. Στην πορεία της επαγγελματικής μου ζωής, αυτό το περιστατικό σε συνδυασμό με την προσωπική μου εμπειρία με κινητοποίησαν να ασχοληθώ με τη διαχείριση του πένθους των παιδιών. Εκείνη την εποχή, πάνω από δέκα χρόνια πριν, δεν υπήρχαν στην Ελλάδα εκπαιδευτικά προγράμματα αγωγής γύρω από το θάνατο. Από την άλλη, οι εκπαιδευτικοί θεωρούσαν το ζήτημα του θανάτου εξαιρετικά ευαίσθητο και δύσκολο στην προσέγγισή του, χωρίς να έχουν καμία επιμόρφωση πάνω σε ζητήματα διαχείρισης πένθους», μας λέει η εκπαιδευτικός κ. Σοφία Χατζηνικολάου, που έχει συγγράψει μαζί με την ψυχολόγο Τάνια Αναγνωστοπούλου το βιβλίο «Το πένθος στα παιδιά».
 
 
 «Έγραψα μια αληθινή ιστορία με τίτλο “Αντίο Φρέντυ”, όπου εκτυλίσσονται όλα τα στάδια του πένθους: η άρνηση, ο φόβος, η συνειδητοποίηση, ο θυμός, το κλάμα, τα αμέτρητα “γιατί”, οι τύψεις και οι ενοχές, η τελετή της ταφής και η υποστήριξη των αγαπημένων, και το οποίο το διάβαζα μέσα στην τάξη. Μέσα από τις κατάλληλες ερωτήσεις για τις απώλειες που έχουν βιώσει, τα παιδιά άρχιζαν να αναγνωρίζουν και να μοιράζονται μεταξύ τους τα οδυνηρά συναισθήματα που προκύπτουν από την απώλεια και το θάνατο. Αυτή η διαδικασία βοηθούσε το παιδί που πενθούσε να αποδεχθεί το γεγονός και να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα. Βοηθούσε, επίσης, τους συμμαθητές του να κατανοήσουν τη δύσκολη εμπειρία του συμμαθητή τους και με τον τρόπο τους να τον αγκαλιάσουν», συνεχίζει η κ. Χατζηνικολάου.
 
«Οι ίδιες αντιρρήσεις που έθεταν οι ενήλικες για τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των παιδιών τίθενται σχετικά με την περιθανάτια αγωγή. Ωστόσο, τα παιδιά χρειάζεται να μάθουν ότι ο θάνατος είναι μέρος της ζωής και πως το να πενθούμε είναι φυσιολογικό. Όταν προσπαθούμε να τα προστατεύσουμε, τους στερούμε τη δυνατότητα να μάθουν μέσα από την ίδια τη ζωή», επισημαίνει η κ. Αναγνωστοπούλου, ιδρυτικό μέλος του Ινστιτούτου Ψυχολογίας και Υγείας. «Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε ευφημισμούς (“έφυγε”, “κοιμήθηκε”, “πήγε ταξίδι”) όταν μιλάμε για το θάνατο, γιατί διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και δεν βοηθάνε ένα μικρό παιδί να κατανοήσει τι ακριβώς έχει συμβεί. Αν λέμε πως ο παππούς κοιμήθηκε ή έκλεισε τα μάτια για πάντα, τότε το παιδί μπορεί να σκεφτεί “Φοβάμαι να πάω να κοιμηθώ μην τυχόν και πεθάνω όπως αυτός. Και γιατί η μαμά μου φωνάζει πήγαινε να κοιμηθείς αμέσως;” Πολλά παιδιά εμφανίζουν προβλήματα στον ύπνο εξαιτίας αυτής της παρερμηνείας. Αν πούμε πάλι πως το άτομο που πέθανε πήγε ένα μακρινό ταξίδι, τότε το παιδί αναρωτιέται “Αν ο μπαμπάς ή η μαμά πήγαν ταξίδι, γιατί δεν επιστρέφουν; Μήπως έκανα κάτι κακό και δεν με θέλουν πια;”. Σε ένα πρόγραμμα αγωγής για την απώλεια, πέρα από το σκέλος της βιολογικής διάστασης του θανάτου, όπου βοηθάμε το παιδί να κατανοήσει ότι ο θάνατος είναι οριστικός και αμετάκλητος, συνιστά μέρος του κύκλου της ζωής και αφορά όλα τα έμβια όντα, είναι σημαντικό να βοηθήσουμε τα παιδιά να νοηματοδοτήσουν το θάνατο. Το ουσιαστικό δεν είναι οι μεταφυσικές εξηγήσεις,  αλλά να νιώσει το παιδί ότι η σχέση του με τον δικό του άνθρωπο που πέθανε συνεχίζεται», καταλήγει η κ. Αναγνωστοπούλου.  
 

comments powered byDisqus

Αρχειο

Κατηγοριες