Shedia

EN GR

01/12/2014

Τα φρουτάκια της βιτρίνας

του Σπύρου Ζωνάκη
 
Με το νέο έτος, µπανάνες και φράουλες δεν θα υπάρχουν µόνο στους πάγκους  της λαϊκής και των σούπερ µάρκετ, µε συντριπτικές κοινωνικές συνέπειες.
 
Στη γωνιά ενός καταστήµατος, ένας απόλυτα παραδοµένος στο θέαµα παίκτης «ταΐζει» µε κέρµατα «το ληστή µε το ένα χέρι», το αδηφάγο µηχάνηµα µε τα πολύχρωµα σχήµατα και τα µεγάλα κουµπιά. Σκηνές σαν και αυτήν θα επανέλθουν στη χώρα µας, καθώς δώδεκα χρόνια µετά την απαγόρευσή τους και τρία µετά την ψήφιση του σχετικού νοµοσχεδίου για την επαναφορά τους, η πρόσφατη δηµοσίευση του κανονισµού λειτουργίας τους από την Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων ανοίγει το δρόµο για τη σταδιακή εγκατάσταση 35.000 κουλοχέρηδων σε κάθε γωνιά της επικράτειας από τις αρχές του 2015.
 
Ο ΟΠΑΠ, που έχει αποκτήσει έναντι 560 εκατοµµυρίων ευρώ από το Ελληνικό Δηµόσιο τη δεκαετή αποκλειστική άδεια εκµετάλλευσης των µηχανηµάτων, θα αναπτύξει 660 αίθουσες παιχνιδοµηχανών, στις οποίες θα τοποθετηθούν 16.500 «φρουτάκια». Όσον αφορά τα υπόλοιπα 18.500 –που αναµένεται να φιλοξενηθούν σε περίπου 800 καταστήµατα–, θα εκχωρηθούν κατόπιν διαγωνισµού που θα διενεργηθεί το επόµενο έτος σε τέσσερις-πέντε παραχωρησιούχους.
 
Απέραντο καζίνο
 
«Αυτό το σχέδιο σηµαίνει την πλήρη καζινοποίηση της Ελλάδας», τονίζει ο ψυχολόγος Βασίλης Θεοδώρου, εκπρόσωπος της Κίνησης Πολιτών για τον Περιορισµό των Τυχερών Παιχνιδιών. «Η κυβέρνηση, ενώ αδυνατεί να πατάξει τον παράνοµο τζόγο, ισχυρίζεται ότι αυτό θα συµβεί αυτόµατα µέσα από τη νοµιµοποίησή του. Στην πραγµατικότητα, νόµιµα και παράνοµα δίκτυα θα λειτουργούν παράλληλα, ενώ η αντιπαράθεση των περικοπών µε τα προσδοκώµενα φορολογικά έσοδα από τα τυχερά παιχνίδια είναι ατυχής. Κι αυτό γιατί η µαζική διείσδυση του τζόγου στην ελληνική κοινωνία πρόκειται να εξαντλήσει περαιτέρω τα µεσαία και χαµηλά εισοδήµατα. Ο συνοικιακός τζόγος αποτελεί το πλαίσιο για την έµµεση φορολόγηση των απελπισµένων. Ταυτόχρονα, η διεύρυνσή του θα οδηγήσει σε αύξηση των καταναγκαστικών και εθισµένων στα τυχερά παιχνίδια παικτών. Ειδικά τα «φρουτάκια» αποτελούν την πιο εθιστική µορφή τζόγου – επειδή κανείς ποντάρει µικρά ποσά, επαναλαµβανόµενα και µαθαίνει αµέσως αν κέρδισε. Όπως συνέβη σε άλλα κράτη πριν από εµάς, η εγκατάστασή τους θα έχει ανυπολόγιστες κοινωνικές και οικονοµικές επιπτώσεις», καταλήγει.
 
Το αντιπαράδειγµα της Αυστραλίας
 
Αν υπάρχει, όµως, µια χώρα όπου τα «φρουτάκια» θα εξελιχθούν σε ένα πραγµατικά εκρηκτικό κοινωνικό πρόβληµα αυτή είναι η Αυστραλία, η θεωρούµενη και ως η παγκόσµια πατρίδα του τζόγου. Όντως, το 70% των πολιτών της χώρας επιδίδονται σε κάποια µορφή τζόγου, ενώ ένας στους τέσσερις ενήλικες Αυστραλούς παίζει στα ηλεκτρονικά τυχερά παιχνίδια {τα pokies (πόκις)}. Μάλιστα, από τα 20 δις αυστραλιανά δολάρια που δαπανώνται κάθε χρόνο στον τζόγο, τα 13 δις ρίχνονται στους 200.000 κουλοχέρηδες, που βρίσκονται εγκατεστηµένοι σε κλαµπ, παµπ, ξενοδοχεία και καζίνο σε όλη τη χώρα, δηµιουργώντας τη µεγαλύτερη αναλογία µηχανής ανά κάτοικο στον κόσµο (1 για κάθε 108 ανθρώπους) µετά το Μονακό.
 
Παράλληλα, η Αυστραλία διαθέτει και τη διόλου επίζηλη πρωτιά των µεγαλύτερων παγκοσµίως κατά κεφαλήν ετήσιων απωλειών στον τζόγο, που φθάνουν για έναν µέσο Αυστραλό τα 1.641δολάρια, ενώ για έναν παίκτη των πόκις αυτές ανέρχονται στα 2.407 αυστραλιανά δολάρια. Για τους παθολογικούς παίκτες, µάλιστα, αυτές εκτοξεύονται στα 21.000 δολάρια (το ένα τρίτο ενός µέσου αυστραλιανού µισθού). Οι κοινωνικές συνέπειες των πόκις είναι απολύτως καταστροφικές: το 75% των περίπου 500.000 Αυστραλών που είναι εθισµένοι στον τζόγο είναι παίκτες των ηλεκτρονικών µηχανών, ενώ κάθε χρόνο 400 άνθρωποι οδηγούνται στην αυτοκτονία λόγω της εξάρτησής τους σε αυτές (µόνο στην πολιτεία της Βικτώριας οι εξαρτηµένοι παίκτες των πόκις που σκέφτονται την αυτοκτονία αγγίζουν ετησίως τους 12.000). Επιπλέον, σύµφωνα µε έκθεση του 2010 της κυβέρνησης της Βικτώριας,  µόνο τα ναρκωτικά συνδέονται περισσότερο µε την  παραβατικότητα σε σχέση µε το «φαινόµενο των πόκις». Μάλιστα, το συνολικό κοινωνικό κόστος του τζόγου στην Αυστραλία υπολογίζεται πως υπερβαίνει τα 4,7 δισεκατοµµύρια δολάρια το χρόνο.
 
Η επίλυση του «ζητήµατος των πόκις»  βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο µιας έντονης πολιτικοκοινωνικής αντιπαράθεσης στη χώρα. Το 2010, η ανεξάρτητη Επιτροπή Παραγωγικότητας θα συστήσει στην κυβέρνηση των Εργατικών της Τζούλια Γκίλαρντ µια σειρά µέτρων για τον περιορισµό της βλάβης που προκαλούν οι κουλοχέρηδες στους τζογαδόρους. Αυτά περιελάµβαναν: την τοποθέτηση στα πόκις ενός συστήµατος προκαθορισµού του ποσού που θα µπορεί να χάνει κάθε παίκτης, την καθιέρωση του ενός δολαρίου ως ανώτατου ορίου για κάθε ποντάρισµα –µειώνοντας, έτσι, τις µέσες ωριαίες απώλειες από 1.200 σε 120 δολάρια–, την υποβολή αυστηρότερου πλαφόν στις πληρωµές από τα ATM εντός των καταστηµάτων που διαθέτουν µηχανήµατα τυχερών παιχνιδιών –και συγκεκριµένα στα 250 δολάρια  έναντι του  ορίου των 2.000 δολαρίων–, καθώς και την επέκταση της εξάωρης κάθε µέρα υποχρεωτικής διακοπής των κουλοχέρηδων. 
 
Η σχεδιαζόµενη µεταρρύθµιση θα προκαλέσει την αντίδραση του πανίσχυρου λόµπι της βιοµηχανίας του τζόγου (κυρίως της Ένωσης Αυστραλών Ιδιοκτητών Μπιραριών και της οργάνωσης Clubs Australia, που συσπειρώνει  τον κύριο όγκο των ιδιοκτητών των 4.000 λεσχών της χώρας  που διαθέτουν «φρουτάκια», εκ των οποίων πολλοί είναι µεγάλες εταιρείες, συµπεριλαµβανοµένων αθλητικών οµάδων). Οι επιχειρήσεις του τζόγου θα εξαπολύσουν, µάλιστα, µια διαφηµιστική καµπάνια αξίας 20 εκατοµµυρίων δολαρίων εναντίον της µεταρρύθµισης –χαρακτηρίζοντάς την «αντεθνική»–, ενώ θα χρηµατοδοτήσουν και µε ένα εκατοµµύριο δολάρια τη συντηρητική αντιπολίτευση. Μοιραία, η Γκίλαρντ θα αποσύρει το νοµοσχέδιο για τη ρύθµιση του τζόγου –που επιδοκιµαζόταν από το 70% των πολιτών–, το οποίο δεν θα ψηφιστεί παρά το 2012 και υπό την απειλή του ανεξάρτητου βουλευτή Άντριου Γουίλκι ότι θα έριχνε την κυβέρνηση αν δεν υλοποιούσε τη δέσµευσή της. 
 
Ωστόσο, ο νόµος αυτός (που έθετε, τελικά, το 2018 ως χρονικό όριο εφαρµογής του και δεν περιείχε το πλαφόν του ενός δολαρίου ανά ποντάρισµα) δεν θα µακροηµερεύσει, καθώς η νέα κεντροδεξιά κυβέρνηση συνασπισµού του Τόνι Άµποτ θα τον ακυρώσει το Μάρτιο του 2014, λίγους µόλις µήνες µετά την άνοδό της στην εξουσία, υποκύπτοντας στις πιέσεις των εταιρειών του τζόγου. Ως αντιστάθµισµα, ο αυστραλός πρωθυπουργός θα περιοριστεί να υποσχεθεί τη χρηµατοδότηση στα επόµενα τέσσερα χρόνια µε 25,9 εκατοµµύρια δολάρια προγραµµάτων απεξάρτησης τζογαδόρων (τη στιγµή που µόνο το 15% των εθισµένων στον τζόγο καταφεύγουν σε αυτά).
 
 
Πλήρης υποταγή
 
Πράγµατι, οι αυστραλιανές αρχές δεν εµφανίζουν ιδιαίτερο ζήλο στην καταπολέµηση του προβλήµατος των τυχερών παιχνιδιών, κι αυτό καθώς οι πολιτειακές κυβερνήσεις αντλούν περίπου το 10% των εσόδων τους από τη φορολόγηση του τζόγου, περίπου 5 δισεκατοµµύρια δολάρια το χρόνο.
 
Το πολιτειακό κοινοβούλιο της Βικτώριας, µάλιστα, θα ανανεώσει πρόσφατα έναντι 900 εκατοµµυρίων δολαρίων την άδεια λειτουργίας του γιγαντιαίου Crown Casino της Μελβούρνης ώς το 2050, µε την υποχρέωση, ωστόσο,  να του καταβάλει  εγγύηση 200 εκατοµµυρίων δολαρίων για ενδεχόµενες µελλοντικές µεταρρυθµίσεις εναντίον των πόκις! 
 
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση της πολιτείας του Κουίνσλαντ  ψήφισε τον Ιούλιο την αδειοδότηση τριών νέων καζίνο, την επέκταση της δυνατότητας των διαχειριστών των λεσχών να παρέχουν έως και 500 πόκις (αντί για 280), αλλά και την αύξηση του πλαφόν πονταρίσµατος στις παιχνιδοµηχανές από τα 5 στα 10 δολάρια.
 
Παράλληλα, οι πολιτειακές αρχές της Νέας Νότιας Ουαλίας, που διαθέτει τον µισό αριθµό κουλοχέρηδων της χώρας (περίπου 100.000), υπέγραψαν το 2010 ένα «Μνηµόνιο Κατανόησης» µε τις λέσχες τυχερών παιχνιδιών, που προβλέπει µείωση φόρων για τα µεγάλα κλαµπ, χαλάρωση των περιορισµών για τον παρεχόµενο αριθµό πόκις, καθώς και την άρση των φραγµών για την εγκατάστασή τους σε πιο επικερδείς περιοχές, ουσιαστικά τις λαϊκές συνοικίες. 
 
Ενδεικτικά, σε ένα από τα φτωχότερα προάστια του Σίδνεϊ, το Fairfield, κάθε ενήλικας χάνει κατά µέσο όρο στα πόκις 2.340 δολάρια ετησίως, έναντι µόλις 270 δολαρίων στο πλούσιο Willoughby.
 
Είναι αυτήν ακριβώς την υποταγή των πολιτικών αρχών στη βιοµηχανία του τζόγου που έχει θέσει στο στόχαστρό του ο ανεξάρτητος οµογενής οµοσπονδιακός βουλευτής Νικ Ξενοφών. Από το 1997, οπότε και εξελέγη στη Βουλή της Νότιας Αυστραλίας ως επικεφαλής της πλατφόρµας «Νο Pokies», διεξάγει σταυροφορία εναντίον των ηλεκτρονικών τυχερών παιχνιδιών, διεκδικώντας τη διενέργεια εθνικού δηµοψηφίσµατος για την κατάργησή τους. Ήδη, η Νορβηγία το 2007 και η Ουγγαρία το 2012 έχουν απαγορεύσει τους κουλοχέρηδες.
 
Ιταλία, η άτυχη της Ευρώπης
 
Κι αν η Αυστραλία είναι η παγκόσµια, η Ιταλία είναι η ευρωπαϊκή πρωτεύουσα του τζόγου. Μόνο µέσα στο 2013, περίπου 1 στα 8 ευρώ που ξόδεψε µια µέση ιταλική οικογένεια –συνολικά 84,5 δις ευρώ– «επενδύθηκαν» στα τυχερά παιχνίδια. 
 
Μάλιστα, πάνω από τα µισά κατευθύνθηκαν στους 400.000 νόµιµους κουλοχέρηδες (εκ των οποίων το 80% είναι εγκατεστηµένοι σε καφέ-µπαρ, φαστ φουντ, εστιατόρια και καταστήµατα µε είδη καπνού) και στους σχεδόν 800.000 παράνοµους, που ελέγχονται  κυρίως από τη µαφία. 
 
Πράγµατι, η χαλάρωση πριν από µια δεκαετία της ιταλικής νοµοθεσίας για τον τζόγο είχε καταστροφικά αποτελέσµατα: Τουλάχιστον 790.000 Ιταλοί κινδυνεύουν να αναπτύξουν εθισµό στα τυχερά παιχνίδια. Το πιο ακραίο παράδειγµα της εξάπλωσης του τζόγου στη γειτονική χώρα είναι η µικρή πόλη Παβία της Λοµβαρδίας, όπου τα «φρουτάκια» µπορεί να τα βρει κανείς παντού: από τα βενζινάδικα και τα εµπορικά κέντρα έως τα φαρµακεία, χώρια τις 13 αίθουσες αποκλειστικά για τυχερά παιχνίδια. 
 
Κοντολογίς, ένα µηχάνηµα για κάθε 104 από τους 68.000 κατοίκους της (που ξοδεύουν ετησίως 3.000 ευρώ στον τζόγο – σχεδόν τρεις φορές πάνω από τον εθνικό µέσο όρο). Διόλου δυσεξήγητο, λοιπόν, που οι κοινωνικές υπηρεσίες της πόλης καταγράφουν εκτίναξη των ποσοστών χρόνιου εθισµού στον τζόγο, χρεοκοπιών, «κόκκινων» δανείων, κατάθλιψης και ενδοοικογενειακής βίας. 
 
Την ίδια ώρα, δεκάδες δήµοι και περιφερειακές κυβερνήσεις σε όλη τη χώρα λαµβάνουν µέτρα ανάσχεσης του τζόγου, συχνά περιορίζοντας τις ώρες λειτουργίας των καταστηµάτων που διαθέτουν «φρουτάκια», ενώ ορισµένες τοπικές αρχές, όπως η πόλη της Κατάνιας και η περιφέρεια της Λοµβαρδίας, νοµοθέτησαν πρόσφατα και φορολογικές απαλλαγές για όσα καταστήµατα αφαιρούν τους κουλοχέρηδες.
 
Ωστόσο, οι προσπάθειες αυτές βρίσκουν απέναντί τους την κυβέρνηση της Ρώµης, η οποία εξαρτάται οικονοµικά από τα φορολογικά έσοδα των τυχερών παιχνιδιών (που πέρσι άγγιξαν τα 11 δις ευρώ).        
 
Η εικόνα του τζόγου
 
 «Τα τελευταία χρόνια, αυξάνονται συνεχώς τα αιτήµατα για ένταξη στο πρόγραµµά µας», επισηµαίνει η Ιωάννα Βαλσαµίδου, θεραπεύτρια στο ΚΕΘΕΑ–ΑΛΦΑ, το µοναδικό στην Ελλάδα που απευθύνεται σε άτοµα που αντιµετωπίζουν πρόβληµα µε το αλκοόλ και τα τυχερά παιχνίδια. «Μια νόµιµη εξάρτηση, όπως ο τζόγος, είναι κοινωνικά αποδεκτή, βρίσκεται παντού γύρω µας έκθετη, καλώντας το “χρήστη” διαρκώς να πειθαρχεί στη θεραπεία του ώστε να µην υποτροπιάσει», συνεχίζει.
 
Ποιο είναι, όµως, το προφίλ των ανθρώπων που καταφεύγουν στις υπηρεσίες του προγράµµατος;
 
«Το 93% είναι άντρες, το 45% µεταξύ 30-40 ετών, ενώ το 80% έχει σταθερή επαγγελµατική απασχόληση και το 39% έχει πραγµατοποιήσει σπουδές σε κάποιο πανεπιστηµιακό ίδρυµα ή ΤΕΙ. Οι εξαρτηµένοι στον τζόγο που απευθύνονται στο ΚΕΘΕΑ σε ποσοστό 61% στοιχηµατίζουν σε αθλήµατα, το 55% παίζει σε παιχνίδια τύπου τζόκερ και λόττο, το 31% στο καζίνο, το 25% σε “φρουτάκια” και το 23% χαρτιά µε χρήµατα», συνεχίζει η κ. Βαλσαµίδου. Επιπλέον, αναφορικά µε τα χρήµατα που ξοδεύουν οι «χρήστες», «το 44% τζογάρει από 200-1.000 ευρώ την εβδοµάδα, ενώ το 28% έχει χάσει σε µία µόνο φορά από 3.000-10.000 ευρώ. Παράλληλα, το 92% των ανθρώπων που δέχονται υπηρεσίες απεξάρτησης έχουν προβλήµατα οικονοµικά, το 85% ψυχολογικά και οικογενειακά, ενώ µόλις το 10% δηλώνει φανερά ότι παίζει τζόγο», καταλήγει η κ. Βαλσαµίδου.
 
70.000€ σε τρεις µέρες
 
«Ξεκίνησα τον τζόγο πριν από πάνω από δεκαπέντε χρόνια, πηγαίνοντας µια φορά στο καζίνο για πλάκα. Ήταν µια καινούρια εµπειρία για µένα», µας αφηγείται ο Χρήστος, 42 χρονών, που ετοιµάζεται να «αποφοιτήσει» από το θεραπευτικό πρόγραµµα του ΚΕΘΕΑ–ΑΛΦΑ για εξαρτηµένους τζογαδόρους. «Αρχικά, τα “φρουτάκια” ήταν το αγαπηµένο µου παιχνίδι, καθώς µπορούσες να έχεις άµεσο κέρδος. 
 
Στην πορεία, όµως, δεν µε ενδιέφερε αν θα κερδίσω ή θα χάσω. Έπαιζα για το παιχνίδι, για την αδρεναλίνη που µου έδινε. Τα πάντα περιστρέφονταν γύρω από τον τζόγο, ήταν το “ναρκωτικό” µου. Χαλούσα τις σχέσεις µου εξαιτίας του. Προφασιζόµουν δουλειές, για να πάω να παίξω στα καζίνο στη Σύρο, το Ρίο, τη Θεσσαλονίκη.  Μέσα σε µια ηµέρα είχα φθάσει να ποντάρω ακόµα και 40.000 ευρώ. Έχασα κι ένα σπίτι στον τζόγο. Ωστόσο, δεν ταρακουνήθηκα. Το καλοκαίρι του 2012,  σε τρεις µόλις µέρες, είχα χάσει 70.000 ευρώ, κι ένα βράδυ έφτυσα τον εαυτό µου στον καθρέφτη. Ήταν ο πάτος για µένα. Το επόµενο πρωί, πήρα την απόφαση να πάρω τηλέφωνο στο ΚΕΘΕΑ. Από τότε, δεν έχω ξαναπαίξει. Μόνο µέσα στο πρόγραµµα θα συνειδητοποιήσω ότι ήµουν εξαρτηµένος. Τώρα πια, επιτέλους, ζω, αναπνέω, κάνω όνειρα.  Έχω µάθει να ερωτεύοµαι, να επικοινωνώ, να εκφράζω τα συναισθήµατά µου», σηµειώνει.