Shedia

EN GR

27/03/2013

Επείγοντα περιστατικά, του Γιώργου Μπαζίνα

Η άμυνα των καλών
 
Μια καλοοργανωμένη επίθεση προϋποθέτει έντιμες συμμαχίες και μια καλή συζήτηση με μια κούπα καφέ.
 
 
Γράφει ο Γιώργος Μπαζίνας
Σκίτσα: Quinto
 
Κοιτάζω το τηλέφωνο επίμονα. Εκείνο αποφεύγει το βλέμμα μου. Παραμένει επίμονα σιωπηλό, παγερά αδιάφορο. Ενθέτω στο βλέμμα μου μια ισχυρή δόση θυμού. Μου ανταποδίδει περιφρόνηση. Αλλά θέλω πάρα πολύ να χτυπήσει, να τελειώνω μ’ αυτό. Θέλω ν’ ακούσω το επίμονο ντριντρίνισμα ξανά και ξανά, για να ’χω την ευχαρίστηση να μην το σηκώσω. Είναι η ώρα τους, η ώρα του νευροσπάστη όπως την αποκαλώ, η ώρα που θα με πάρει κάποια εισπρακτική εταιρεία για να απαιτήσει ματαίως κάποια πληρωμή. Αλλά δεν θέλω να με αιφνιδιάζει. Δε θέλω να ’μαι στο μπάνιο και να αγωνιώ ποιος παίρνει. Να τσιγαρίζω το κρεμμύδι και να πρέπει ν’ αποφασίσω τι έχει προτεραιότητα. Θέλω να είμαι εκεί προετοιμασμένος ψυχολογικά, και απλώς να μην το σηκώνω. «Χτύπα, ανάθεμά σε!» λέω. Δεν συνηθίζω να μιλάω στις συσκευές και δεν θα το κάνω τώρα. Μιλάω μόνο στην κούπα του καφέ μου. Είναι μια έξυπνη κούπα. Έχει στον πάτο της γραμμένο «BACK TO WORK NOW» και κάθε φορά που τελειώνω τον καφέ υπονοεί ότι είναι ώρα να γυρίσω πίσω στη δουλειά. Όχι ότι την ακούω πάντα. Η διπλανή γιαγιούλα μιλάει με τα λαχανικά της. «Βρε πατατούλα, γιατί είσαι έτσι πράσινη;» την ακούω να λέει στα λαχανικά που έχει αποθηκευμένα έξω στο μπαλκόνι. «Μωρέ παλιοκρέμμυδο πού πήγες και χώθηκες εκεί;» Μιλάει με τις ώρες και πάντα έχει κάτι να πει. Για να είμαι ειλικρινής δοκίμασα μια φορά να μιλήσω στις πατάτες μου, αλλά τι στο καλό μπορείς να συζητήσεις με μια πατάτα; Αν ήταν άνετα στο τσουβάλι της;  Η γιαγιά πάντως δείχνει αμείωτο ενδιαφέρον για τα ζαρζαβατικά της. Είναι και κάπως περίεργη, ως προσωπικότητα. Την έχω δει, δηλαδή ακούσει, να μουντζώνει ηχηρά την τηλεόραση. «Παρ’ τα να μην στα χρωστάω!» Νομίζω, δεν παίρνω κι όρκο, ότι φασκελώνει Πρετεντέρη και Πάγκαλο, όταν τους βλέπει να επιχειρηματολογούν πειστικά στη μικρή οθόνη.
 
 
Αλλάζω στρατηγική. Δεν πρέπει να δείχνω αδυναμία. Σφυρίζω αδιάφορα. Το κάνω πολύ κακά, αλλά δεν είναι παρά ένα φθηνό τηλέφωνο που πάω να κοροϊδέψω. Σιγά τη νοημοσύνη του! Γέρνω πίσω στη πολυθρόνα μου και προσποιούμαι πως κλείνω τα μάτια μου. Όταν κοιμάμαι, το τηλέφωνό μου βρίσκει συχνά αφορμή να με ξυπνήσει.
 
«Ου, ου, ου!» ακούω να χτυπάνε την πόρτα. «Είμαι το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Σας παρακαλώ! Έχω ξεμείνει από καφέ! Δεν έχω ζάχαρη! Μήπως έχετε λίγο τσάι;» Πλησιάζω την πόρτα. «Ου, ου, ου! Αχ, είμαι πολύ κουτή, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο κουτή είμαι, ξανθιά και θεόκουτη!»
«Άνοιξέ μου! Το ξέρω πως είσαι μέσα!» 
 
Τι έγινε ρε παιδιά. Αυτός είναι ο διαχειριστής, αγενής και θυμωμένος. Γαμώτο, δεν πρέπει να μπερδεύω τις φαντασιώσεις με την πραγματικότητα, με κάνει να χάνω τον έλεγχο. Στέκομαι ακίνητος, χωρίς να βγάζω άχνα. Δεν έχω σοβαρά επιχειρήματα να του αντιπαραβάλλω στην επιμονή του να πληρώσω τα κοινόχρηστα. 
 
«Τι τρέχει;» βγαίνει η απέναντι κυρία Ευτέρπη. Τους ακούω που μιλάνε. 
 
«Τι θα γίνει μ’ αυτόν;» 
 
«Λίγο λοξός μου φαίνεται», λέει η κυρία Ευτέρπη. «Τον έχεις δει πώς τρίζει τα δόντια του, όταν συναπαντιόμαστε;»
 
Δεν τρίζω τα δόντια μου. Όχι πάντα. Είναι νευρικό. Δεν κάθομαι άλλο ν’ ακούσω. Νιώθω πως είναι θηρευτές που μυρίστηκαν φόβο. Κι εγώ είμαι το θήραμα.
 
 Οπισθοχωρώ στα νύχια των ποδιών μου. Εξ απαλών ονύχων, όπως θα ’λεγε και ο Γιωργάκης ο Παπανδρέου. Το ξέρω ότι δεν σημαίνει αυτό. Εγώ πάντως οπισθοχωρώ αθόρυβα. Υποθέτω.
 
Κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή μου. Νιώθω πως τρέμω. Είναι νευρικό. Όταν αναστατώνομαι. Ρίχνω μια λοξή ματιά στο τηλέφωνο. Χαμογελάει χαιρέκακα ή είναι η ιδέα μου. Όχι, γαμώτο. Θα χτυπήσει. Το νιώθω. Δεν είναι κατάλληλη η στιγμή. Χτυπάει.
 
Κρύβομαι στο μπάνιο. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Χρειάζομαι ξύρισμα. Και κούρεμα. Και πιθανότατα άλλη φάτσα. Βλέπω το είδωλό μου στον καθρέφτη να χαμογελάει. «Τι γελάς εσύ;» Και οδηγούμαι ολοταχώς πίσω στο παρελθόν, ένα καλοκαιρινό βραδάκι, στην πλατεία Κολιάτσου, είχα συναντήσει δυο φίλους και θα πηγαίναμε σινεμά, και βρήκαν την ώρα ν’ αρχίσουν μια ατέλειωτη πολιτική αντιπαράθεση με εκατέρωθεν, αν όχι σοβαρά, τουλάχιστον επίμονα επιχειρήματα. Ήταν καλοκαιράκι, και φυσούσε ένα ανάλαφρο αεράκι, μια δροσερή πνοή στο ζεστό βράδυ, κι εγώ ένιωθα μια ευτυχία, κάτι σαν τη διαφήμιση του Αντενοκάναλου: «Τα καλύτερα πράγματα στη ζωή δεν είναι πράγματα». Μού ήρθε αυθόρμητα και κόλλησε στο πρόσωπό μου ένα χαμόγελο. Η πολιτική κουβέντα ξαφνικά σταμάτησε και ο ένας από τους δυο γύρισε σε μένα πολύ θυμωμένος, και είπε: «Εσύ γιατί γελάς;». Μας άφησε σύξυλους κι έφυγε. Δεν περίμενε την απάντησή μου, όχι ότι είχα τίποτα να πω. Είχα αφαιρεθεί και είχα σταματήσει να παρακολουθώ τη συζήτησή τους. Δεν μ’ ένοιαζε κιόλας. Μου φαινόταν απολύτως μάταιη. Και δεν μ’ αρέσει ν’ ακούω θυμωμένους ανθρώπους. Το συμπέρασμα ήταν ότι αυτό που τον ενόχλησε πραγματικά πολύ ήταν η δική μου έλλειψη συμμετοχής, και το μυστηριώδες χαμόγελο, στο οποίο κανένα επιχείρημα δεν μπορούσε να αντιπαρατεθεί. Και μου ’δωσε να καταλάβω ότι το χαμόγελο μπορεί να γίνει ένα όπλο ακαταμάχητο, ακόμη κι αν δεν έχω πλύνει τα δόντια μου με μια οδοντόκρεμα που τα κάνει να αστράφτουν.
 
Τώρα, χαμογελάμε κι οι δυο στον καθρέφτη. Κι εγώ και το είδωλό μου. Νομίζω ότι γνωρίζω την απάντηση. Όχι πια ο καθημερινός τρόμος, τι να κάνω, πώς να τα βγάλω πέρα, τι να τους πω. Δεν θα είμαι πια το εύκολο θήραμα. Θα αμυνθώ. Θα παλέψω. Με ειρωνεία, με σαρκασμό. Με χαμόγελο που θα τους ταράξει. Που δεν θα κατανοούν. Είμαι καλός άνθρωπος, νομίζω. Εξ ορισμού θύμα. Στέκομαι με υπομονή στην ουρά και δεν κλέβω τη θέση κανενός. Δεν απλώνω χέρι σε ξένο πράγμα, προσπαθώ να είμαι έντιμος με τους άλλους, λέω λίγα μικρά ψέματα, δεν έχω ισχυρές προκαταλήψεις, πιστεύω στην ισότητα των ανθρώπων (αν και υπάρχουν πολλοί που δεν χωνεύω), στα δικαιώματα όλων στην ζωή και στην ευημερία, και μ’ αρέσουν πολύ οι σούπες. Φτιάχνω πολύ καλή κολοκυθόσουπα. 
 
Παίρνω απόφαση. Επίθεση. Στο όνομα των καλών ανθρώπων. Τώρα θα αστραποβολούσα και θα μοίραζα χαμόγελα. «Τι κάνετε, κύριε διαχειριστά μου; Πως πάει η τοκογλυφία; Είναι αλήθεια πως δανείζετε μόνο με 4 τοις εκατό το μήνα; Μπράβο σας. Good for you. Ευεργετείτε και δεν το ξέρετε. Άκουσα πως άλλοι δανείζουν  και με 6 και 7 τοις εκατό!»
 
«Κυρία Ευτέρπη μου, τι ωραία που είστε σήμερα; Και τι ωραία μαλλιά, φουσκωτά  -φουσκωτά, ξανθά και μαυρορίζικα. Μπράβο σας και σε σας. Πολύ έξυπνο και συφερτικό να νοικιάζετε το άθλιο υπόγειό σας για διαμέρισμα σε αλλοδαπούς, σα να ’ταν ρετιρέ. Και μην σκοτίζεστε. Δεν χρειάζεται να φτιάξετε τα υδραυλικά τους. Αφήστε τους να κατουράνε στην μπανιέρα. Και για το χαλασμένο θερμοσίφωνα που τους υποσχεθήκατε ότι θα φτιάχνατε. Καημένη μου, λες και πλένονται ποτέ!»
 
Ανοίγω με θάρρος την πόρτα. Η διπλανή γιαγιάκα προσπαθεί να βάλει το κλειδί στην πόρτα της. Με κοιτάζει. «Μπορείς να μου πεις γιατί η φαρμακοποιός  βγάζει τις ετικέτες απ’ τα φάρμακά μου, αφού της τα πληρώνω;» ρωτάει.
«Θα κάνει συλλογή!» εξυπνακίζω εγώ.
 
Με κοιτάζει. «Μπορεί εγώ να μιλάω στα ζαρζαβατικά μου, αλλά δεν μιλάω ποτέ σε μια κούπα καφέ!» λέει και μου κλείνει το μάτι.
 
Νομίζω πως βρήκα ένα σύμμαχο.

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ